Έκλαιγε, έβγαζε εκείνα τα δάκρυα που θέλεις να τα κρύψεις, να μην τα μοιραστεί με κανέναν άλλον, όμως δεν κρατιούνται τα ριμάδια, κάνουν τα μάτια να φτύνουν φλόγες από τα αναθεματισμένα, τα κρυμμένα συναισθήματα.
Έπειτα τα σκούπιζε και σήκωνε το τηλέφωνε, σχημάτιζε το δεκατετραψήφιο αριθμό, δεν προλάβαινε να κουδουνίσει και εκείνος απαντούσε, πάντα την περίμενε, άκουγε τη φωνή του και ηρεμούσε, κέρδιζε λίγο χρόνο μακριά του. Φαίνεται πως οι μεγάλες αγάπες, οι αστείρευτοι έρωτες, δεν περιγράφονται, στέκουν εκεί, αθάνατοι, θυμίζουν πως όσο κι αν μελετάμε νόμους, κανόνες και διαδρομές σε μια στιγμή, ένα κοίταγμα, φτάνει να αναποδογυρίσει κόσμο και ντουνιά.
Η ιστορία της Σταυρίτσας δεν είναι γνωστή, όμως όλοι πάνω στο νησί έχουν ακούσει, έχουν ζήσει τέτοιες περιπτώσεις.
Μενεδιάτισσα, ομορφούλα με μάτια που μοιάζαν στον μακαρίτη τον Χατζηνικόλα, είναι ο λεβέντης πατέρα της, που της άφησε κληρονομιά τα ανοιχτόχρωμα, δεν ήθελε πολύ για τον Ιταλό φαντάρο να ερωτευτεί. Ο Αντόνιο ξεκίνησε από το Παλέρμο, ήρθε στην Κάρπαθο με όνειρο να περάσει στα γρήγορα η θητεία, δεν του πήγαιναν άλλωστε τα στρατιωτικά ρούχα.
Ανέβαινε τακτικά στις Μενετές, ήταν το μπιλιάρδο στη πάνω μεριά του χωριού, το ντόπο λαβόρο που λέγανε, περνούσε από τη Χρυσή, την μοδίστρα που για ένα μεροκαματάκι έραβε τους σκισμένους και ταλαιπωρημένους επενδύτες. Εκεί πρωτόδε τη μικρή της κόρη, την Σταυρίτσα, ένα κουκλάκι, μα την αλήθεια, πως να αντισταθείς σε ένα τέτοιο πλάσμα.
Ο έρωτας δεν άργησε να τους κοπανήσει κατακέφαλα, να γίνουν αυτό που μοναχά οι ποιητές λένε, οι δύο, ένα.
Τι πόλεμος και ποιά μοιράσματα του κόσμου, αγκαλιές, φιλιά και πάθη, αιώνιοι όρκοι ζωής, μια στα Ιταλικά και μια στα Ελληνικά, έτσι για να μην έχει παράπονο κανένας.
Μα δεν ήταν ο μόνος που αναστέναζε και ράγιζαν οι πέτρες, ένας άλλος φαντάρος Ιταλός, παραδίπλα από τον Αντόνιο, σκαλαμάτρευε χωμένος στα λαδωμένα εργαλεία, ψείριζε μια χαλασμένη μηχανή και μονολογούσε, άλλη μια αφορμή, να μην μπλέκεται στις στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Πάνε δύο μήνες που ο Σέρζιο είχε φτάσει από την Ιταλία, στην Κάρπαθο. Ένα φανταράκι που ξεκίνησε κι αυτός σαν τον Αντόνιο, πολλά χιλιόμετρα μακριά, όμως οι ανώτεροι το ξεκαθάρισαν, δεν τραβούσε σε άλλη χώρα.
Η Κάρπαθος, το 1940, όπως και όλα τα δωδεκάνησα ήταν Ιταλικά, δεν άλλαξε λοιπόν πατρίδα, ήρθε σε πιο φτωχικά, χωμάτινα στενά, πάλι καλά, σιγοψιθύριζε, άλλοι, φίλοι και γειτόνοι, πήγαν να υπηρετήσουν στη Λιβύη, εκεί είχε κάψα και λαχτάρες, μωρέ έχει αληθινό πόλεμο, όχι την ηρεμία του μικρού νησιού.
Οι Καρπάθιοι μέσα στη φτώχεια και την ανέχεια δεν ήταν πιεστικοί, ούτε ενοχλητικοί. Από τις πρώτες μέρες τους είχε καταλάβει, αξιοπρέπεια και ένα ριμάδι, κρυφό πάθος, την Ελλάδα.
Δεν τον πείραζε, να κάμει τη θητεία του και να φύγει, δεν έψαχνε, ούτε και αναζητούσε φασαρίες, δικαιολογίες για να αποφύγει σκοπιές και όπλα είχε ένα σωρό, έτσι που πιάναν τα χέρια του και με τόσα χαλασμένα μηχανήματα, στη καζάρμα, μια χαρά πήγαινε το στρατιωτικό του.
Παράξενο, εκεί που λες πως τάχεις όλα, ανοίγεις φτερά και πετάς μονάχος, νασου, που πετάγεται από παραδίπλα, μια θηλυκιά κανάρα, να σε κοιτά με κάτι μάτια, μάνα μου, ίσα να πιάνει την καρδιά μια ταχυπαλμία, από εκείνες που λες πως θα βγεί έξω από το κορμί, θα τρυπήσει τα ρούχα και θα πετάξει, μέχρι που θα περάσει το μπλέ του ουρανού, στα σίγουρα θα φέρει τι γη καπάκι.
Από ώρα είχε ακουστεί το σιλέντσιο, είπε πια να σταματήσει το πάλεμα στο μηχανουργείο, ήταν και το μυαλό, δεν ξεκόλλαγε από τη μορφή της.
Η Ζωή, την είχε πρωτοδεί στο Όθος, μεσημέρι, κι εκείνη έπλενε ρούχα στη τρίτη, στη σειρά χολέτρα, έτριβε το σαπούνι πάνω στα σκληρά υφάσματα, μακριά από όλα, τα υπόλοιπα κορίτσια, έδειχνε τόσο απορροφημένη, όμως ο Σέρτζιο το ένιωσε, κατάλαβε πως είχε μάτια και στην πλάτη, παρακολουθούσε τα πάντα, ας μην έδινε σημασία σε κανέναν.
Μέρες την αναζητούσε, ώσπου την ξανατράκαρε στα Πηγάδια, καθάριζε χόρτα και δεν άντεξε, πλησίασε για να της πει μια κουβέντα, μα μόλις τον πήρε χαμπάρι, εκείνη έγινε καπνός, παράτησε μάλιστα και το μαχαίρι πάνω στις πέτρες, εκείνος βρήκε ευκαιρία να ρωτήσει, δήθεν, έδωσε στη γειτόνισσα το μαχαίρι και ρώτησε για κείνη.
Από τότε δεν ξαναβγήκε ποτέ από το μυαλό του.
Οι περισσότεροι Ιταλοί στρατιώτες δεν είχαν σχέση με τη διοίκηση τους, άνθρωποι ειρηνικοί, δεν μπήκαν στον τόπο για να τον πατήσουν, ούτε να πιούν το αίμα του νησιώτη. Από τον ερχομό τους στον τόπο τους έλεγαν πως είναι πατρίδα τους, έτσι δεν λογάριαζαν για εξωτερικό την Κάρπαθο.
Ο Σέρτζιο και ο Αντόνιο, όπως και μια ντουζίνα ακόμη, είχαν μια διαφορά, από όλους τους υπόλοιπους, άλλοτε φαίνεται μικρή, άλλες φορές μπορεί να αλλάξει την ζωή.
Το συναίσθημα κι ο λόγος τους, ήταν σφιχτά δεμένα.
Ο Αντόνιο μάλιστα παντρεύτηκε, πριν παρατήσουν τα άρματα οι Γερμανοί, είχαν σκαρώσει και το μωρό, που πάλευε στην κοιλιά της Σταυρίτσας και περιθώριο για χασομέρια και κουβέντες δεν υπήρχαν, κρύφτηκε στον αποκρίατο, την αποθήκη, του μεγάλου σπιτιού, όμως δεν κατάφερε να γλυτώσει, τον έκαμε τσακώτο η Γερμανική περίπολος και τον φόρτωσαν στις μοτοζάτορες, τα Ιταλικά καϊκια, που εκείνη την εποχή μεταφέραν τους Ιταλούς στα πολεμικά και από εκεί γραμμή στην αληθινή πατρίδα τους.
Αντίθετα ο Σέρτζιο τα κατάφερε, ήταν από τους ελάχιστους που δεν γύρισαν πίσω. Ούτε μυθιστόρημα δεν μπορεί να περιγράψει τις δραματικές ημέρες που έζησε από κρυψώνα σε κρυψώνα, φυλακισμένος στη Ρόδο και με μια απίστευτη τύχη που ήθελε να τον κρατήσει πάνω στο νησί.
Το έσκασε από την καζάρμα και κρύφτηκε στον κορμό μιας ελιάς, στον Άη Γιώργη, στις Βάτσες, εκεί με τη βοήθεια του Γιώργου Βασιλαράκη, έκαμε σπίτι την φιλόξενη κουφάλα της ελιάς και έμεινε πέντε μήνες. Έσφιξαν όμως τα πράματα, τόσο που είχαν βγει και τον κηνηγούσαν οι Γερμανοί, όλο και κάποιος θα είχε καρφώσει την περιοχή έτσι δεν άργησαν να ανέβουν στις Βάτσες να ψάξουν και να συλλάβουν τον Βασιλαράκη. Την επομένη τα μεσάνυχτα έφυγε και πήγε στο Όθος, εκεί έφτιαξε έναν ψεύτικο τοίχο, μέσα στον αποκριάτο του μεγάλου σπιτιού της αδελφής της Ζωής.
Έφυγε και από εκεί, φυγαδεύτηκε σε ένα άδειο σπίτι, δύο μήνες μετά κάποια καλοθελήτρια κάρφωσε τον Σέρζιο και αμέσως Ιταλοί καραμπινιέροι τον έπιασαν και το έστειλαν στο στρατόπεδο αιχμαλώτων στην Ρόδο.
Η τύχη είναι σίγουρα μια λυγερόκορμη γυναίκα, που συμμερίστηκε τον πόνο και τον καημό της Ζωής, έτσι μέσα στην μαυρίλα και τη σκοτεινιά, ο Σέρτζιο στέλνεται πίσω στην Κάρπαθο, να συνεχίσει την φυλάκισει του στο νησί. Η έλλειψη τροφίμων στη Ρόδο δεν αφήνει περιθώρια για να ταϊζουν αιχμαλώτους. Από εκεί δίνει μια και την δραπετεύει, είναι πια Σεπτέμβρης του 1944, μόνο ένα μήνα κρατά η ταλαιπωρία του, οι Γερμανοί φεύγουν και το νησί επαναστατεί με ίδιες δυνάμεις κατά των Ιταλών που έχουν απομείνει.
Ήρθε η στιγμή που ο μεγάλος πόλεμος έγινε παρελθόν, με το ζευγάρι Σέρζιο και Ζωή να στήνουν φαμίλια στην Κάρπαθο, ενώ
ο Αντόνιο και η Σταυρίτσα να ζούν χώρια, και να ετοιμάζουν με αλληλογραφία το σπιτικό τους, που στο μεταξύ είχε προστεθεί και νέο μέλος η Μαρία, ο καρπός από τον έρωτα στα χρόνια που πολέμου.
Είναι εκείνες οι δύσκολες εποχές ή μήπως ο αληθινός έρωτας, που κράτησε, έδεσε μια για πάντα τα χέρια του ζευγαριού σαν σίδερα, που τα πιάνει, τα ποντάρει η ηλεκτροσυγκόληση. Δεν περιμένεις απαντήσεις, έρχεται η ιστορία και ξεδιπλώνεται, ολόγυμνη μπροστά στα μάτια μας.
Το ζευγάρι βρέθηκε έπειτα από χρόνια, στον Πειραιά, με τον Αντόνιο να παλεύει με διαβατήρια, χαρτιά και άδειες παραμονής για τη γυναίκα Σταυρίτσα και την κόρη τους. Πούλησαν και μια αναπάντεχη προίκα, και με τις γυαλισμένες λίρες ξεκίνησαν, όλοι μαζί, η λέξη που ταιριάζει, που γράφεται με αληθινό νόημα, δεν είναι άλλη από την οικογένεια, για δίχως επιστροφές, ταξίδι στο Παλέρμο.
Το κορούλη τους, η Μαρία, έμοιαζε Ιταλάκι, είχε πολλά και φουντωτά μαλλιά, έτσι παράχωσαν ένα σακούλι με τον χρυσό και έδεσαν ένα μεγάλο κότσο, κατάφεραν έτσι να περάσουν από ντογκάνες και τελωνεία που, περίμεναν να αρπάξουν σαν γύπες ό,τι πολύτιμο μπαινόβγαινε από τα σύνορα.
Έφτασαν στον τελικό προορισμό, στο Παλέρμο της Σικελίας και έστησαν το δικό τους ξεχωριστό σπιτικό.
Οι ιστορίες των δύο Ιταλών με τις Καρπαθιές δεν είναι οι μόνες, ο Σέρτζιο γλύτωσε και κατάφερε να μείνει, έκανε καλιμέντο στο νησί.
Ο Ιταλός ηλεκτρολόγος έγραψε ιστορία, μάλιστα κατάφερε να επιδιορθώσει της παρατημένες ιταλικές μηχανές και να δώσει πρώτος το ηλεκτρικό ρεύμα στο νησί.
Ο Αντόνιο πάλι, κράτησε την υπόσχεση που έδωσε στις Μενετές, πάνω στα στέφανα, στην Σταυρίτσα του. Πήρε τη φαμίλια μέσα, ευτύχησε να κάμει δυό κόρες, παιδιά και εγγόνια.
Το ίδιο και ο Σέρτζιο που έκαμε επτά παιδιά με την γλυκειά Ζωή και δεκατέσσερα εγγόνια.
Ιταλοί ή Έλληνες, μικρή σημασία έχει η προέλευση, στο τέλος της διαδρομής βλέπεις συγγενείς και φίλους, τα δάκρυα που ίσως είναι τα δικά σου, πάνω σε μια ιστορία που δεν είπαμε, που κρύψαμε, γιατί ντραπήκαμε έναν έρωτα, ένα άγγιγμα, ένα κρυφό πάθος.
Τέτοιες ιστορίες του πολέμου, μπορούν να λέγονται, γιατί κρύβουν εκείνους τους αιώνιους όρκους που κάνουν την ανθρώπινη ηθική να παραμερίζει σιωπηλή.
Ένα σωρό άλλες ενώ ακόμη αναπνέουν, παραμένουν ανείπωτες ντροπές, τόσο κρυφές και σκοτεινές, που τις βαφτίζουμε άτιμες και πρόστυχες δίχως να τις κοιτάμε.
Δεν είναι όμως παρά ιδρώτες, έρωτες και ανθρώπινα σώματα, που γίναν για μια στιγμή ένα, άναψαν τόσο που λαμπάδιασαν, έπειτα ξέμειναν εραστές, μοναχά του ονείρου και σβήσαν, άνθρωποι καμμένοι, πάνω στο γύρισμα του χρόνου. Manolis Dimellas