Κλείνουν την «Γνώμη»
Με πολύ λύπη και πόνο είμαι υποχρεωμένος να ενημερώσω τους φίλους αναγνώστες και μη, πως από σήμερα κόπηκε ο ομφάλιος λώρος που ένωνε την εφημερίδα ΓΝΩΜΗ με την Ροδιακή. Όπως όλοι γνωρίζετε η «Γ» προέκυψε από την «Ρ» τον Οκτώβρη του 1973 μετά από πρόταση του νεαρού τότε και φέρελπι δημοσιογράφου Θανάση Μαρασιώτη. Η έκδοση της δεν στοίχιζε σχεδόν τίποτα στον εκδότη της αείμνηστο Σάββα Τσοπανάκη, αφού οι οικονομικές συμφωνίες με τους εργαζόμενους ήταν και η εργασία στην «Γ», στην οποία όμως δέχθηκαν να εργάζονται οι μισοί εργαζόμενοι και μία πλειάδα νεαρών που είχαν το μεράκι να γίνουν αθλητικογράφοι και προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σχεδόν αμισθί. Όλα αυτά τα χρόνια η διαχείριση των δύο εφημερίδων γινόταν από την οικογένεια Τσοπανάκη και έτσι μπόρεσε ο εκδότης τους να προχωρήσει σε αγορές τριών πιεστηρίων και μετατροπής του τυπογραφείου από την λινοτυπία στη νέα τεχνολογία των Η/Υ. Μετά την απομάκρυνση του επί 25 και πλέον έτη παρόντος και στις δύο εφημερίδες Δημητρίου Τσοπανάκη, εμένα δηλαδή, ο οποίος έπεσε θύμα ενός γνωστού τραπεζίτη κι έβαλε σε μεγάλους μπελάδες την επιχείρηση, οι νέοι εργοδότες της «Ρ» του αφαίρεσαν κάθε προνόμιο και του επέβαλαν υπέρογκα ποσά σαν πρόστιμο, ξεχνώντας την προσφορά του στη γιγάντωση της επιχείρησης. Μία επιχείρηση που ταυτίσθηκε με το όνομα Τσοπανάκη και συνεχίζει ακόμα. Δέκα χρόνια έχουν περάσει κι ακόμα πληρώνω. Δεν μπορούσαν, όμως, να βάλουν χέρι στην «Γ» που ήταν καθαρά προσωπική επιχείρηση. Αυτό δεν τους εμπόδισε να χρησιμοποιήσουν οποιαδήποτε μέσα για να την αποδυναμώσουν και να την ευτελίσουν με στόχο να την πάρουν για ένα κομμάτι ψωμί, βάσει ενός συμφωνητικού που με υποχρέωσαν να υπογράψω για να συνεχίσουν να τυπώνουν την εφημερίδα μου, την εφημερίδα σας. Με υπέρογκη χρέωση του τυπώματος και παρέμβασης τους στο διαφημιστικό κομμάτι η «Γ» έπαψε να είναι επικερδής επιχείρηση και η προσπάθεια τόσο εμένα όσο και των παιδιών μου να την κρατήσουμε ζωντανή δεν είναι αρκετή. Η καθυστέρηση πληρωμής των τυπωμάτων, «ανάγκασαν» δήθεν, τους ιδιοκτήτες της «Ρ» να μου αναγγείλουν εγγράφως πως δεν θα με ξανατυπώσουν αν δεν τους δώσω ένα αρκετά μεγάλο –για μένα- ποσό, γνωρίζοντας πως δεν το έχω. Κάτω από αυτές τις συνθήκες κτύπησα την πόρτα δύο άλλων εφημερίδων, αλλά την βρήκα κλειστή. Πρόλαβαν κάποιοι να τους μιλήσουν για «συμφέροντα» που χάνουν. Οι φυλακισμένοι έχουν συναδελφική αλληλεγγύη, οι εκδότες εντύπων καμία. Μέχρι την τελευταία στιγμή μου έπαιζαν τον παπά οι συνάδελφοι εκδότες, ρίχνοντας την ευθύνη, στους πιεστές τους, στους οποίους είχαν δώσει εντολή να αρνηθούν να με τυπώσουν.
Σήμερα, τη «Γ» θα μπορέσετε να την διαβάσετε μόνο ηλεκτρονικά κι αυτό θα προσπαθήσουμε να κάνουμε κάθε Δευτέρα με την δική σας συμπαράσταση.
Δημήτρης Τσοπανάκης
Το αυριανό πρωτοσέλιδο