Το μαράζι του παραλίγο κληρονόμου, γράφει ο Μανώλης Δημελλάς


Ο αφηγητής της ιστορίας δε γεννήθηκε πρωτογιός κι από το νησί του έφυγε σχεδόν διωγμένος, όμως η φτώχεια δεν είναι κατηγόρια, αφού τα πλούτη, τα ακριβά ρούχα και τα περίτεχνα στολίδια λένε ότι δεν κάνουν τον άνθρωπο.

Με σύμμαχο τη νιότη έκαμε μια δρασκελιά, πέρασε το Αιγαίο και βρέθηκε στο μεγάλο χωνευτήρι, έπεσε στην καρδιά της μεγαλούπολης, εκεί που πρέπει να κοιτάς μονάχα τη δουλειά σου, οι ξένες έγνοιες δεν προλαβαίνουν να τρυπώσουν στο μυαλό, κυνηγάς το χρόνο, ενώ εκείνος ξεπέφτει όλο και πιο μακριά, ο άτιμος μοιάζει με σκιά, όμως κάθε τόσο σε τραβά και ξεριζώνει κομμάτια από τις σάρκες σου.

Έτσι κι εκείνος, ήταν μικρό παιδί ακόμη, όταν άφησε πίσω το στενόμακρο νησί και έψαχνε να ξετρυπώσει τη δική του μοίρα. Μόνο που κουβαλούσε σα βαρίδι τους κανόνες του μικρού τόπου του.

Τέταρτος γιος μιας φαμίλια 13 ψυχών, όμως εγώ 9 θα βάλω, αφού τα δυο παιδιά σε κάποια χαραμάδα ξέπεσαν για πάντα, χάθηκαν από πείνα, έσβησαν πάνω σε αγιάτρεφτες θανατερές αρρώστιες, με τους γιατρούς της εποχής ακριβοθώρητους.

Από μικρά, (α)ρσενικά και θελυκά παιδιά, μεγάλωναν με έναν αυστηρό κανόνα, ό,τι περιουσίες υπήρχαν έπρεπε θα μοιραστούν στην πρωτοκόρη και στον πρωτογιό, οι υπόλοιποι δεν είχαν κανένα δικαίωμα, ούτε για μια σπιθαμή γη, ούτε ένα μικρό κελί, από εκείνα που ήταν χτισμένα με σάπια ξύλα και εκεί μέσα οι κότες γεννούσαν τα αυγουλάκια τους.

Έτσι τα βρήκαμε, από τα πατρογονικά μας! Έτσι θα κάμουμε και εμείς, έλεγαν οι γονείς κι είχαν για σιωπηλούς μάρτυρες τη γιαγιά και τον παππού, έπειτα όλοι μαζί, οι μεγάλοι άνθρωποι, συμφωνούσαν κι έβαζαν το κεφάλι κάτω, σα να ήταν ζώα, από εκείνα που ταχουν δεμένα χειροπόδαρα σε ένα βρώμικο μαντρί και τα ετοιμάζουν για το σφαγείο.

Ένα-ένα τα αρσενικά παιδιά έπαιρναν τον αναγκαστικό δρόμο της προσφυγιάς, μερικά από αυτά έπιασαν το μαντρακά και πελεκούσαν πέτρες, ενώ τα υπόλοιπα διάλεξαν να κυνηγήσουν το μεροκάματο και να λιώσουν σε πιο μακρινούς και παντόξενους τόπους. Όμως όλα τα παιδιά έπρεπε να μη ξεχνούν, να στέλνουν το μηνιάτικο για να ζήσει η φαμίλια, που ξέμενε πάνω στο νοτισμένο απ’ την αλμύρα ξερό βράχο.

Οι περισσότεροι ακολουθούσαν το γραφτό τους σε άγνωστες νέες πατρίδες, όμως εκείνος ο γιος, που η μοίρα τα φερε και δεν ήταν πρωτογιός, επαναστάτησε, δεν έβλεπε χαϊρι και προκοπή με τα γερασμένα έθιμα και τους παλιούς ξεμωραμένους κανόνες. Γνώρισε μια γυναίκα, ερωτεύτηκε, στα γρήγορα ταίριαξαν κι άνοιξαν μαζί το σπιτικό τους.

Η μάνα κι ο πατέρας ποτέ δεν τον συγχώρησαν που πήρε εκείνη τη ξένη!

Έφτανε μόνο το άκουσμα του ονόματος της νύφης και έμοιαζε να ξεσκονά η θάλασσα μέσα στο μικρό απάνεμο λιμάνι. Ετούτος ο γιος παραστράτησε και δεν υπήρξε ποτέ για τους γονείς του!

Είχαν περάσει ένα βουνό από χρόνια, θαρρώ έτσι πως μου πε, το ζευγάρι ήταν πια μεσήλικες και τα παιδιά τους είχαν κάμει φτερά και τα κατάφερναν μια χαρά, μόνο που ο άντρας είχε σφραγίσει μέσα του τον πιο πικρό πόνο.

Δεν μπορούσε, ένιωθε πως δεν γινόταν να επιστρέψει στο νησί κι όμως μονάχα εκείνα τα βράχια συλλογιζόταν κι αναστέναζε, τόση ήταν η σκάση για τον τόπο του που είχε γίνει η πιο άγρια εμμονή.

Αν και οι γονείς είχαν από χρόνια μετακομίσει στο νεκροταφείο, ήταν τα αδέλφια του που ζούσαν και κρατούσαν την περιουσία κι εκείνος, έτσι έρημος κι απόκληρος, ένιωθε άβολα, σα πεταμένος ξένος.

Κάποτε βρήκε μια αφορμή και πήρε την απόφαση να γυρίσει πίσω, όμως σε όλο το ταξίδι σκεφτόταν και σιγότρωγε τη ψυχή του,

- πως θα είναι άραγε να γυρνάς στο νησί σου και να μη γυρνάς στο χωριό, στο πατρικό, μόνο να μένεις σε ένα κρύο ξενοδοχείο;

Μια ιδέα ήταν όλα, οι καλοκαιρινές μέρες όσο φαίνονται μεγάλες τόσο πιο γρήγορα περνούν και σβήνουν. Ίσα που πρόλαβε να γλεντίσει, πέρασαν δυο-τρια πανηγύρια και θυμήθηκε μερικές ξεχασμένες ιστορίες, βρήκε παρέα, κάτι γερασμένους τύπους, που τον αναγνώρισαν. Όλο του ξέφευγαν και μερικά λόγια από παλιές μαντινάδες και ψέλιζε κάτι από τις πίκρες του, μα κανένας δεν πρόσεξε τον κρυφό καημό του.

Με τα αδέρφια ούτε που συναντήθηκε, δεν υπήρχε τίποτε πια να ειπωθεί, ο καθένας τραβούσε στο δρόμο του, το μόνο που έμεινε να συλλογάται και να ματώνει, ήταν κάθε που θυμόταν το δίκιο και τ’αδικο, τέτοιων παλαιών και εντελώς άχρηστων εθίμων, που ξεμείναν σα ξεχασμένα στολίδια, κρεμασμένα στο πιο ψηλό ράφι. Άσε που είχε γλυτώσει τη φροντίδα στις παρατημένες πέτρες, τους φουσκωμένους λογαρισμούς, τα αναστέμματα των σπιτιών και των αγύριστων χωραφιών.

Όποιος δεν έχει τίποτα δικό του, σήμερα αυτός είναι ο πιο τυχερός!

- Τελικά όλα βασιλεύουν μέσα στο μυαλό μας…

Φωτογραφικό υλικό

Προτάσεις Verena

Αγαπητοί φίλοι, Ο κ. Χατζημάρκος με την παρακάτω επονομασθείσα «διακήρυξη» του μας προκαλεί...
Μπορεί να κάνει σήμερα τον ανήξερο ο δήμαρχος Ρόδου Αλέξης Κολιάδης όμως στην συνεδρίαση του...
Χθες ομόφωνα το περιφερειακό συμβούλιο Νοτίου Αιγαίου αποφάσισε και ζητά την μείωση των ελαφιών στη...
Αρχισαν τα...γαλλικά στο νέο δημοτικό συμβούλιο Ρόδου πολύ νωρίτερα απ ότι αναμενόταν!....Σε μια...