Στις βαθιές μνήμες των Καρπάθιων μιναδόρων, του Μανώλη Δημελλά

 

 

 

Πάνω από το σημερινό νεκροταφείο των Μενετών και μόλις λίγα μέτρα από τον ανδριάντα, το σπουδαίο σύμβολο της Επανάστασης της Καρπάθου, ένα μικρό κτίσμα στέκει βουβό στον άγνωστο περαστικό. Τα πέτρινα αγκωνάρια αποφεύγουν να ξομολογηθούν τα σκοτεινά και μαύρα, σα τα ξυλοκάρβουνα, μυστικά τους. 

Πρόκειται για έναν ιστορικό ανεμόμυλο, εκεί λοιπόν, ανάμεσα στους χωρικούς, κάποτε έστεκε ο Βασίλης Σταματούλης, που με υπομονή άλεθε τα σιτηρά του κι έτσι μεγάλωσε τα δυο του παλικάρια και την κορούλα του. 

Ο πρωτότοκος, ο Νικόλας, αν και ευλογημένος από το καρπάθικο έθιμο και προικισμένος με ολάκερη την πατρική περιουσία, χάθηκε στη θάλασσα. Ο δεύτερος γιος του Βασίλη, ο Μιχάλης Σταματούλης, είναι εκείνος που θα μας ταξιδέψει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και θα μας κάμει να πονέσουμε, αλλά και να σκληρύνουμε από τα βάσανα και τις δυσκολίες της ζωής του μετανάστη.

Ακόμη μια φορά όλα μοιάζει να ξεκινούν από το βίαιο κληρονομικό έθιμο, τους κανακάρηδες και κανακαρές και τις αυστηρά αδιαίρετες προίκες τους. 

Ο Μιχάλης γεννήθηκε το 1887 στις Μενετές της Καρπάθου, δευτερότοκος κι άκληρος, είχε μοίρα προκαθορισμένη, έφυγε λοιπόν για να σκαλίσει την τύχη του στην ταλαίπωρη Αθήνα των αρχών του 20ουαιώνα.

Εργάτης κι αργότερα μάστορας πέτρας, στα γρήγορα βρήκε μεροκάματο στα λατομεία της Πεντέλης. Παντρεύτηκε την Βωλαδιώτισσα Παναγιώτα Μουστακάκη, που τότε ζούσε με τους γονείς της στον Κολωνό. 

Τα μοιραία ξεμυαλίσματα της ζωής του Μιχάλη άρχισαν από κάποιον επιτήδειο Ελληνοαμερικανό, έναν άντρα που τριγύρναγε στις γειτονιές των λατόμων και ψάρευε θύματα.

Ήταν ο Λούις Φουρτούνας, αυτός ο άγνωστος ερχόταν απεσταλμένος από τις μίνες και υποσχόταν «λαγούς με πετραχήλια»! Έταζε στους ζορισμένους εργάτες χρήμα με το τσουβάλι, αρκεί να ταξίδευαν με όλα τα ναύλα πληρωμένα και να έπιαναν δουλειά σε ένα ανθρακωρυχείο της Αμερικής, γιατί, όπως έλεγε, εκεί και στα δέντρα φύτρωναν δολάρια. 

Έτσι, λίγα χρόνια νωρίτερα, είχε καταφέρει να πείσει τον επίσης Μενετιάτη Πολυχρόνη Μινακάκη, σύζυγος της Άννας Σταματούλη, της αδελφής του Μιχάλη, να ξενιτεύει.

Ο Πολυχρόνης βρέθηκε να δουλεύει μέσα στις στοές των ορυχείων στην πολιτεία  Logan County, τηςWest Virginia και επίσης στα ορυχεία Island Creek Coal Company και West Virginia Coal and Coke Company in ShegoneMudforkHoldenOmarWV.

Έστειλε γράμμα και παράγγειλε στη γυναίκα του να πάει να τον βρει, να ζήσουν μαζί. 

 

Ο Μιχάλης Σταματούλης το 1916, πήρε την απόφαση να συνοδέψει την αδελφή του και με την ευκαιρία να μείνει για να δουλέψει, τόσο που μόλις γέμιζε με χρυσό τις τσέπες του θα επέστρεφε κονομημένος στην πατρίδα. 

Μα δε τα λογάριασε καλά. Έγινε μιναδόρος κι έπιασε δουλειά στο ίδιο ορυχείο με τον γαμπρό του, τον Πολυχρόνη, όμως οι συνθήκες ήταν τραγικές. Μέσα στις στοές περνούσαν τη μισή μέρα κι όταν έβγαιναν κατάμαυροι στην επιφάνεια ξεκούραζαν τα βασανισμένα κορμιά τους δίπλα στις μίνες, σε κάτι μικρά ξύλινα παραπήγματα που ήταν καρφωμένα κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής που μετέφερε τα κάρβουνα.

Η εταιρία δεν τους πλήρωνε με αληθινά χρήματα, έδινε στους εργάτες νομίσματα-μάρκες, όπως εκείνες που δίνουν τα καζίνο και τις έλεγαν script! Μάλιστα υπήρχαν και χαρτονομίσματα του ενός δολαρίου, που ήταν μικρά κουπόνια και με αυτά, τα ιδιότυπα «λεφτά», ψώνιζαν τρόφιμα και τακτοποιούσαν τις ανάγκες τους. 

Λίγο πιο έξω από τα ξύλινα καλύβια υπήρχε ένα μπακάλικο που προμήθευε τους εργάτες τρόφιμα και ρούχα. Όμως ακόμη και η μαία, όπως και ο γιατρός, όλα ήταν τμήμα της εταιρίας που είχε τα ορυχεία, έτσι το μεροκάματο επέστρεφε στα αφεντικά, που είχαν τη γη και διαχειρίζονταν την εξόρυξη του κάρβουνου!

Ο Μιχάλης  Σταματούλης έβαλε κάτω το κεφάλι κι είπε να δουλέψει, να το παλέψει μέσα στα έγκατα του ορυχείου, αφού εκεί τοποθετούσαν τους μετανάστες γιατί η ζωή τους δεν είχε καμιά αξία! Κάποτε, αν τα κατάφερνε, θα επέστρεφε στο νησί του. Τα πράματα όμως δεν έλεγαν να στρώσουν, δεν περίσσευε ούτε ένα σέντς.

 

Στο μεταξύ  η Άννα, η γυναίκα του Πολυχρόνη, έγραφε επιστολές στην Παναγιώτα, προσπαθούσε να την παρασύρει και της έλεγε: «εδώ φοράμε μεταξωτά φουστάνια και μεγάλες καπελίνες, έλα λοιπόν κι εσύ», έτσι την προσκαλούσε στην Αμερική.

Ο Μιχάλης έκανε το βήμα, έφερε τη σύζυγο του στo«στρατόπεδο συγκέντρωσης», αφού μονάχα έτσι θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε το campτου ορυχείου κάρβουνου. Δεν ήταν μόνη, μαζί της είχε τα δυο παιδιά, που είχαν κάμει μέχρι τότε, και εκείνη για να βοηθήσει στα οικονομικά της οικογένειας ξενόπλενε τα ρούχα των ελεύθερων μιναδόρων.  

Ο Απρίλης του 1923 έδωσε ένα βαρύ χτύπημα στην φαμίλια του Σταματούλη. Ο  Πολυχρόνης Μινακάκης δούλευε μέσα σε μια βαθιά στοά, δίπλα του ήταν ένα βαγονέτο φορτωμένο με κάρβουνο, κάποιοι από τους εργάτες προσπαθούσαν να το σηκώσουν με σκοινιά, για να το τοποθετήσουν πάνω στις ράγες. Σε μια στιγμή το σιδερένιο βαγόνι ξέφυγε από τον έλεγχο, αναποδογύρισε, έπεσε πάνω του κι έλιωσε το κεφάλι του εργάτη. Λίγα μέτρα πιο πέρα έτυχε να βρίσκεται ο Μιχάλης, που είδε το μυαλό του Πολυχρόνη να σκορπίζεται πάνω στο κάρβουνο. Ήταν τέτοιο το σοκ που είπαν ότι  «πάγωσε» κι από τότε ποτέ πια δε ξαναμπήκε μέσα στις στοές και τα βάθη των ορυχείων. 

Για λίγους μήνες δούλεψε ως φορτωτής κάρβουνου στην επιφάνεια κι αποφάσισε να πάρει την οικογένεια του και να επιστρέψει στην Ελλάδα. Πράγματι ο Μιχάλης και η Παναγιώτα το 1924 γύρισαν στην πατρίδα, όμως τότε τα πράματα ήταν πολύ χειρότερα. Μόλις ξεμπάρκαραν έπεσαν πάνω  στους πρόσφυγες από τη Σμύρνη, ενώ το μεροκάματο στην Πεντέλη,  στην εξόρυξη του μαρμάρου, ήταν πολύ δύσκολο, έτσι με ένα από τα επόμενα δρομολόγια των υπερωκεάνιων επέστρεψαν στις μίνες της WestVirginia. 

Η ζωή στο ορυχείο ήταν ένας φαύλος κύκλος, όλα ήταν σε βάρος του εργάτη κι εκείνος, σα να φορούσε βαριές αλυσίδες, έμοιαζε να μη μπορεί να ξεφύγει από αυτή την καταδίκη.Λένε μάλιστα ότι αν μπορούσαν να μαζευτούν οι γυναίκες, που έζησαν μέσα σε κείνα τα παραπήγματα, με τα δάκρυα τους θα πλημμύριζαν όλη την κοιλάδα!

Το καλύτερο πράγμα, η μεγάλη τύχη τους, ίσως να ακούγεται παράδοξο, όμως ξεκίνησε με το οικονομικό κραχ το 1929! Γιατί τότε αφού αρχικά απέλυσαν τους μαύρους εργάτες, ύστερα έδιωξαν τους υπόλοιπους μετανάστες! Κι έτσι οι άμοιροι μιναδόροι στα ξαφνικά ξέφυγαν και γλύτωσαν από το ατέρμονο δράμα της δουλείας.

Με το φορτηγό του Φραγκιού Ορφανίδη η οικογένεια του Μιχάλη ξεκίνησε το ψάξιμο για το μεροκάματο. Πέρασαν από αρκετά ορυχεία και παντού έβρισκαν την πόρτα κλειστή, κανένας δεν έπαιρνε εργάτες. Έτσι, μάλλον από τύχη, βρέθηκαν λίγο έξω από το Wheelingτης WestVirginia, ο Μιχάλης αρχικά δούλεψε στο ορυχείο του Ιταλού, του Κοστέντζο. 

Τότε ήταν η πρώτη στιγμή που ένιωσαν να καλυτερεύει η ζωή τους, αφού σε κείνο τον τόπο ζούσαν πολλοί Καρπάθιοι με τις οικογένειες τους, οι συνθήκες ήταν ανθρώπινες, μάλιστα υπήρχε ακόμη και ορθόδοξη εκκλησία, κάτι που έκανε την Παναγιώτα να αισθάνεται την περιοχή σαν μια μικρή Κάρπαθο.

Λίγα χρόνια αργότερα ο Μιχάλης Σταματούλης αρρώστησε, διαγνώστηκε με την συνηθισμένη ασθένεια των ανθρακωρύχων, όπως λένε το blacklungdisease, το μαύρο πνευμόνι, δηλαδή την πνευμονοκονιάση. 

Οι μιναδόροι που γλύτωσαν από ένα ατύχημα ή το θάνατο (σύμφωνα με τα Αμερικανικά ιστορικά αρχεία, μόνο το 1907 σκοτώθηκαν 3.207 ανθρακωρύχοι, ενώ από το 1900 μέχρι το 1978, αναφέρονται συνολικά 104.000 θάνατοι από εργατικά δυστυχήματα μέσα στα ορυχεία)

ανέπνεαν λιγότερο αέρα και περισσότερη καρβουνόσκονη κι αυτή κατέστρεψε τα σωθικά τους. Αυτή η αρρώστια μπορεί να μην οδηγούσε άμεσα στο θάνατο, αλλά σε έκανε ανήμπορο, ενώ με σταθερότητα κατέστρεφε τα υπόλοιπα όργανα. Ο γιατρός του είχε πει ότι «μπορεί να μην σε σκοτώσει αλλά αυτή η αρρώστια θα σε κάμει να εύχεσαι να είχες πεθάνει». Από τότε ο Μιχάλης σταμάτησε να εργάζεται, ήδη είχαν μεγαλώσει τα παιδιά του και φρόντιζε τα εγγόνια του. 

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο η φαμίλια του σιγά-σιγά μετακόμισε στην Pensacolaτης Florida. Εκεί τους τράβηξε ο πρωτογιός του, ο Βασίλης, ο οποίος ασχολήθηκε με επιχειρήσεις εστίασης. 

Ο Μιχάλης Σταματούλης πέθανε στην Floridaτο 1975, σε ηλικία 88 ετών, με ένα σταθερό, όμως ανεκπλήρωτο όνειρο, την επιστροφή στον γενέθλιο τόπο του. 

Από το 1916 γύρισε μονάχα μια φορά για την Ελλάδα, όμως πίστευε ότι θα κατάφερνε να επιστρέψει στην πατρίδα, ώσπου έφτασε το τέλος της δεκαετίας του 1950, όταν πάντρευε το μικρότερο από τα επτά του παιδιά, τότε αποδέχθηκε τη μοίρα του και μαζί με αυτήν την αμερικανική υπηκοότητα. 

Στις Μενετές Καρπάθου έπαψε να ακούγεται το επώνυμο Σταματούλη, αντίθετα στην Αμερική υπάρχουν αρκετοί απόγονοι του Μιχάλη Σταματούλη. Ένα από τα εγγόνια του, γιός της κόρης του Σοφίας και ο αφηγητής της ιστορίας μας, ο Νικόλαος Γαβαλάς, που σήμερα ζει με την οικογένεια του στην Νάουσα της Πάρου, δεν ξεχνά να μνημονεύει τους συγγενείς του και να λατρεύει την Κάρπαθο!  

Υπενθυμίζει μάλιστα στα δυο του παιδιά ότι το αίμα τους κρατά και από τις Μενετές κι αυτό δεν είναι μόνο τιμή αλλά και μεγάλη ευθύνη, αφού οι ρίζες μας, ό,τι κι  αν κάνουμε, όπου κι αν βρεθούμε, είναι αυτές που μας κρατούν δεμένους με τη γη. 

  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Φωτογραφικό υλικό

Προτάσεις Verena

Από την Νέμεσις – Πανελλήνια Ομοσπονδία για το περιβάλλον, τα ζώα, το κυνήγι, εκδόθηκε η ακόλουθη...
Μπορεί να κάνει σήμερα τον ανήξερο ο δήμαρχος Ρόδου Αλέξης Κολιάδης όμως στην συνεδρίαση του...
Χθες ομόφωνα το περιφερειακό συμβούλιο Νοτίου Αιγαίου αποφάσισε και ζητά την μείωση των ελαφιών στη...
Αρχισαν τα...γαλλικά στο νέο δημοτικό συμβούλιο Ρόδου πολύ νωρίτερα απ ότι αναμενόταν!....Σε μια...