Μια Κάρπαθος βαθιά μεσ' την Πεντέλη - Του Μανώλη Δημελλά

Ζεστή μέρα η σημερινή, έφερνε λίγο πιο κοντά το καλοκαίρι, κι αν δεν ήταν οι ριμαδιασμένες εκλογές, σίγουρα θα μελετούσαμε θαρρετά εκείνους τους πονηρούς, τους ζαλισμένους από νερό και αλμύρα ήλιους μας. Μα τι μέρα κι αυτή η Κυριακή! Η καρδιά της Καρπάθου θαρρείς πως χτυπούσε κάπου έξω από το κορμί της,  μακριά από τα βουνά και τα ακρογιάλια του νησιού.  Ναι, σίγουρα δεν ήταν επάνω στο βράχο!

Ήταν η Κυριακή της μάνας, μα και μια λίγο ξεχασμένη χρεωστούμενη γιορτή, του Άη Γιώργη, του προστάτη των λατόμων του Διονύσου και της Πεντέλης. Των Καρπάθιων μαρμαράδων, εκείνων που κατάπιναν σκόνη και κομματάκια μάρμαρο, για να ταϊσουν παιδιά κι εγγόνια, να σκορπίσουν λίγη από την ελπίδα, σε εκείνα τα πρώτα χρόνια του 1900, που το νησί ήταν στεγνό και έμοιαζε τόσο στερημένο.

Λιγοστοί οι τιμητές εκείνης της γενιάς, βλέπεις θέλει θάρρος, γνώση για να θυμάσαι, να τριγυρνάς στο παρελθόν και να ανταμώνεις λάθη και σγουρά σκούρα μαλλιά.

Το εκκλησάκι των λατόμων λένε πως χτίστηκε από την ανάγκη τους να ανάβουν ένα κερί, να λιβανίζουν εικόνες μέσα στα δάση. Και σε εκείνο ακριβώς το σημείο, ο μύθος θέλει τον λατόμο Βαγγέλη Σακέλλη, να συναντά συχνά ένα αναμμένο καντηλάκι δίπλα από το πηγάδι. Παραμύθι ή αλήθεια, ποιός να ξέρει, το κατάπιε κι αυτό μια αχόρταγη πείνα για ζωή.

Στα 1905, ξεκίνησαν το χτίσιμο, και έκαμαν πέντε ή έξι χρόνια, για να αποτελειώσουν την εκκλησία τους. Οι περίπου 2000 Καρπάθιοι εργάτες στρίμωξαν χρήμα και ιδρώτα, μέσα στα αγκωνάρια ετούτου του ιερού.

Βλέπεις οι Καρπάθιοι όταν μιλούν για αναστέμματα και πανωσηκώματα, ανοίγει η καρδιά τους, σα να βάζουν και ψυχές μέσα στη λάσπη και στα χτισίματα!

Έτσι η γιορτή στη χάρη του Αη Γιώργη, πήρε σιγά-σιγά μεγάλες διαστάσεις, ώσπου το 1925, έγινε το επίσημο πανηγύρι της παροικίας των μεταναστών Καρπαθίων στην Αττική.

Την πρώτη Κυριακή μετά το Πάσχα, ένα τρικούβερτο γλέντι στηνόταν μέσα στο δάσος, μια γιορτή που δεν είχε όμοια της. Στα σίγουρα θα θύμιζε τα σπουδαία γλέντια του Δεκαπενταύγουστου, εκείνα που κρατούσαν δύο μερόνυχτα, και έμοιαζε σα να ξεσήκωναν ακόμη και τους πεθαμένους.

Οι μαγείροι μέσα στη μεγάλη φούρια τους, να συναγωνίζονται για το καλύτερο, πιο γευστικό πιάτο. Βραστό κατσίκι, στιφάδο με ρύζι ή χόντρο. Τα όργανα, λύρες τσαμπούνες και λαούτα να βγάζουν το πιο σπουδαίο μεροκάματο της χρονιάς, κάτω από τα θεόρατα πεύκα. Και οι κανάτες με το κρασί να μην αφήνουν κανέναν σε ησυχία.

Όσο για τις κλεφτές, τις γατίσιες ματιές, εκείνες που κάνουν τα πρόσωπα να γλυκαίνουν όταν θωρούν το πιθανό ταίρι, εκεί πια δεν υπάρχει μέτρο, ούτε γίνονται συγκρίσεις. Όλα για δύο μάτια, κι ας είναι μόνο μια φορά το χρόνο. Παρόλα αυτά, η εποχή δεν έψαχνε έρωτες κι αγάπες.

Τα μεγάλα προξενειά, με χρυσά γαμπρίκια και κολαϊνες για νυφίκια στις πρωτοκόρες, στήθηκαν μέσα σε ετούτη την αυλή.

Κοντά 100 χρόνια από τότε, η λησμονιά πλάκωσε σα βροχερή νύχτα δίχως πανσέληνο, τόσο σκοτεινή και ανυπόφορα στενάχωρη. Λίγος κόσμος, όλο και λιγότερος, αμήχανος, αφού κάτι θέλει να πει, κάτι να ξεστομήσει. Ποιος όμως να σταθεί, να ακούσει για τον προπάππου, για τον ξεγραμμένο θείο και το ξάδερφο, που ο εφτακακόμοιρος δεν πρόκαμε, αφού τον πλάκωσε ένα κομμάτι μάρμαρο, και σήμερα κάπου εκεί, βολοδέρονουν τα θρυμματισμένα λείψανα του.

Λίγο πριν την αναχώρηση, λίγο πριν την ανώμαλη προσγείωση, στους δικούς μας ταλαίπωρους χρόνους, μια γυναίκα (η Μαρία Μεσολογγίτου) παρασύρει τα μάτια μας.

Τριγυρνά και αγγίζει το μεγάλο πεύκο, ακριβώς έξω από τον περίβολο της εκκλησίας. Χαϊδεύει το γέρικο κορμό του, και τα μάτια της κλείνουν, μοιάζει να του μιλά. Μα όχι, εκείνο το δέντρο αποκρίνεται στη γυναίκα.

Ψάχνει τα καρφιά, εκείνα τα μεγάλα σίδερα, που ήταν μπηγμένα στο κορμό του. Πάνω σε αυτά κρέμαγαν τα μπογαλάκια τους οι λατόμοι, λίγο πριν πιάσουν τα σφυριά και τα καλέμια, πριν ανοίξουν τρύπες και πάρουν φωτιά τα φουρνέλα. Ο προπάππους της γυναίκας, ο Νικόλαος Κατωγυρίτης, ήταν κι αυτός ένας από τους ξεχασμένους θεμελιωτές της εκκλησίας, όσο ζούσε έψαχνε να μοιραστεί, να παραδώσει αυτές τις ιστορίες.

Ξεμακρύναμε ακόμη μια φορά φορτωμένοι από εκείνες τις μπερδεμένες μνήμες, που πάντα βγαίνουν στο περίπου.

Είναι όλα εκείνα που ξεχνάς μόλις ανάψει το φανάρι, όμως τριγυρνούν με αυθάδεια, μέσα στα ονείρατα μας και εμείς αναρωτιόμαστε είναι δικό μας ετούτο το σκούρο παρελθόν;

Φωτογραφικό υλικό

Προτάσεις Verena

Μητροπολίτης Κύριλλος στο Verena.gr: Σαν την Ανάσταση στον Ευαγγελισμό της Ρόδου, δεν έχει!...
Μπορεί να κάνει σήμερα τον ανήξερο ο δήμαρχος Ρόδου Αλέξης Κολιάδης όμως στην συνεδρίαση του...
Χθες ομόφωνα το περιφερειακό συμβούλιο Νοτίου Αιγαίου αποφάσισε και ζητά την μείωση των ελαφιών στη...
Αρχισαν τα...γαλλικά στο νέο δημοτικό συμβούλιο Ρόδου πολύ νωρίτερα απ ότι αναμενόταν!....Σε μια...