Καλό ταξίδι Νικολιά... (Στις πανωκάαλες ημέρες του Ιούλη) - Του Μανώλη Δημελλά

Πιάνοντας την ευθεία προς το αεροδρόμιο, στον Αφιάρτη της Καρπάθου, ούτε που σκέφτεσαι πως υπάρχουν άνθρωποι που περνούν χρόνοκαιρο εδώ πάνω στο ξερό κίτρινο, άγονο, στέρφο τόπο.

Λιγοστά σπίτια, κυρίως παραθεριστών που πνίγουν τις ζεστές μεγάλες, μέρες του θέρους σε αυτή, την δικιά τους γη, μακριά απο βλέμματα που μπορεί να ματιάσουν, μοναχά λουόμενοι και παθιασμένοι σερφίστες μοιράζονται το κάψιμο του αέρα, είναι του αέρα γιατί μας ξεγελά μπαίνει πάνω ακόμη και από τον ήλιο, κάνει να φαίνεται μικρή η ακτινοβολία και καθαρίζει το μυαλό από  σκέψεις που μοιάζουν με σκουπίδια.

Εκεί πάνω στη στροφή είναι που συναντάς τον Νικολιά και την Καλλιόπη.

Γεροντάκια λες στην αρχή, αφήνεις να βγαίνει εκείνη η συμπόνια που σε κάνει γλυκανάλατο, σχεδόν γελοίο, δίχως να σου ζητήσει κανείς οίκτο εσύ μοιράζεις το χαμόγελο της μοιραίας αποδοχής.

Οι δυό συκίες έξω από το σπίτι τους είναι στην αρχή που κλείνουν μάτι πονηρά, φωνάζουν και κλειδώνουν το μυαλό στα μέλια τους, στα σύκα που κρεμασμένα περιμένουν  ένα άγγιγμα να κάνουν τη γλώσσα να βογγήξει.

Το ζευγάρι με καλοδέχεται, άλλωστε δεν είμαι και τόσο ξένος, όμορφο που γίνεται, ώρες-ώρες το παρελθόν, όταν έρχεται και μιλά στην καρδιά των ανθρώπων, όταν κάνει την γνωριμία να φαίνεται συγγένεια. Είναι εκείνη η κουβέντα, του Νικολιά, που με ρωτά προσεκτικά, ποιός είμαι, αναρωτιέται κάτι αναγνωρίζει,

αν είμαι ντόπιος, εδώ στον σκληρό τόπο, ένα στερεότυπο καίει,

μα και συντηρεί, όπως ακριβώς το θαλασσινό αλάτι.

Αν τύχει και δεν έχεις ρίζες από δω, αν το νεκροταφείο δεν έχει και δικό σου επώνυμο, είσαι πάντα, κι όταν λέμε πάντα εννοούμε πάντα, ένας ξένος.

Μόλις ακούει το όνομα ησυχάζει, με ξέρει, είναι σαν να μεγάλωσα και εγώ στη γειτονιά, είναι σαν ήμουν κι εγώ γλεντιστής τα βράδια, μαζί με την παρέα που στέκει πια φάντασμα μέσα στο μυαλό.

Δεν αργούν να κάμουν την ιστορία τους, τα πλέξουν τα φίδια του χρόνου τους επάνω μας, να μας δώσουν την δροσιά που φέρνει το παρελθόν στο καυτό πρωινό μας.

Ξεκινούν την ιστορία από τον έρωτα τους, που μοιραία γεννιέται μέσα στην δίνη πολέμου, φτώχειας, σκληρής ανέχειας.

Εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ΄40, με μια Κάρπαθο σχεδόν Ιταλική, σχεδόν Γερμανική, μα βαθιά Ελληνική, να αγκομαχά για ζωή.

Ο Νικολιάς στα 18 δουλεύει στο αεροδρόμιο, για τους Ιταλούς και τους Γερμανούς, μεροκάματο 8 δραχμές, στην κουζίνα, βοηθός του μάγειρα και σερβιτόρος.

Ο τόπος γεμάτος αεροπόρους, 80 γερμανικά αεροπλάνα, Στούκας, και 20 ιταλικά μονοθέσια τα ελαφριά. Με τους περίφημους Ιταλούς πιλότους,τους κατσιατόρους.

Παλεύουν οι κατακτητές την Κρήτη και με ορμητήριο την Κάρπαθο  βομβαρδίζουν, νύχτα-μέρα το νησί.

Θυμάται τον μάγειρα, τον Φάμπιο, που καλοτάιζε τους πιλότους, τα Γερμανικά φτερωτά θηρία που κουβαλούσαν από δυό μπόμπες στις φτερούγες τους, δεν τον άφηναν να ανέβει σε κανένα από αυτά, πλησίαζε κοντά και τα κοιτούσε, τα σιδερένια τέρατα που σκορπούσαν τον τρόμο.

Μα το νησί ξεχασμένο από την ήδη ταλαιπωρημένη πατρίδα ξεσηκώθηκε μονάχο. Ήταν οκτώβρης του ΄44, στις πρώτες μέρες κι είχε ψυχρούλα, τόσο που τα μπαλωμένα κοντοπαντέλονα δεν κρατούσαν, έκαναν το δέρμα να τσιτώνει, νιώθανε ζωντανοί και το αίμα να παλεύει, να τρέχει, για να ζεστάνει τους ξεπαγιασμένους ιστούς. Χαράματα στο χωριό, που με εντολή των Γερμανών είχαν επιστρέψει όλοι, λίγες μέρες πριν απαγόρευσαν στους μενετιάτες να μένουν στην περιοχή του αεροδρομίου, στον Αφιάρτη.

Οι Σουλιώτες, γιατί και  Σούλι λένε το χωριό, μόλις έμαθαν την αποχώρηση των Γερμανών το αποφάσισαν, πήγαν στην αυλή της εκκλησίας και μετά την λειτουργία πήραν την τύχη του νησιού στα χέρια τους. Ξεκαθάρισαν με τους αιώνες κατακτητών, όλα βρήκαν τον δρόμο τους. Ίσως να έπρεπε να είχαν εξελειχθεί από πριν, μα οι κρυφές συμφωνίες που ήθελαν τα νησιά να γράφονται με πολιτικά κιτάπια και να γίνονται δωράκι σε χώρες δεν άφηναν το δεδομένο, , να ανασάνει. Τον ελληνισμό να κυματίσει.

Το μόνο που έμεινε στον Νικολιά ήταν ένα Ιταλικό μουλάρι και 10.000 δραχμές οικονομίες από τα μεροκάματα στο αεροδρόμιο.

Εκείνες τις μέρες έμενε διωγμένος και αυτός από την περιοχή του αεροδρομίου, κομόταν στις Εξύλες, πίσω μετόχι των Μενετών, κάθε Τετάρτη, Σάββατο και Κυριακή είχε χοροστάσι, χροδιδασκαλείο που θα λέγαμε στις δικές μέρες.

Είχε πρωτοδεί στα βουνά με τις κατσίκες την κόρη που ερωτεύτηκε, την Καλλιόπη και την είχε ματιάσει.

Πήγαινε και ξαναπήγαινε στα μαθήματα χορού προσπαθώντας να την κερδίσει μα εκείνη στην αρχή, στεκόταν μακριά από το δικό του συναίσθημα.

Σιγά σιγά, μίλησε με τον πατέρα της τον Μιχάλη, ήταν σκληρός όπως όλοι οι πατεράδες τις εποχής, περίμενε την απόφαση του με αγωνία.

Ωστόσο πήγαιναν και ερχόντουσαν τα προξενειά για τον Νικολιά, προκομένος, ακάματος όπως ήταν, είχε εξασφαλίσει την καλή γνώμη του κόσμου.

Παντρεύτηκαν και έχτισαν το σπίτι που μένουν ακόμη και σήμερα.

Οκτώ μερόνυχτα του πήρα του Νικολιά να το χτίσει, με το μουλάρι που είχε απομείνει προίκα από την Ιταλική παρουσία στο νησί κουβαλούσε πέτρες και έχτιζε.

Δουλευτής ακάματος, ξεχωριστός, μα ατζαμής τόσο που ο πεθερός κάθε που του δάνειζε κάποιο εργαλείο έτρεμε το φυλοκάρδι του,

ο καλός κατά τα άλλα γαμπρός του κατέστρεφε κάθε πράμα που έπεφτε στα χέρια του. Του έδωσε ένα ταυρά να κόψει ξύλα, μα αντί για να ξύλα έσπασε, κατέλυσε το σίδερο.

Μιαν άλλη φορά με το δανεικό υνί ξεκίνησε το όργωμα που έμεινε στη μέση, με το άροτρο σπασμένο και βαθεία μπηγμένο στη γη.

Καλός ο Νικολιάς μα με την ατζαμοσύνη του μπροστά, για οδηγό, ήταν τόσο βιαστικός που έκοψε τα δάχτυλα του δεξιού χεριού του όταν με δυναμίτη πήγε να βγάλει ψάρια.

Η Καλλιόπη έκανε τέσσερα παιδιά, όλα τα γέννησε στο σπίτι με την γειτόνισσα, την Καλίτσα  του Σσιά, της Ποπίτσας η γιαγιά έκανε την μαμή. Όχι πως ήταν, μα είχε ξεγεννήσει ένα σωρό γυναίκες και κατσίκες.

Στο δεύτερο παιδί, αρσενικό, κοντοστάθηκε, ήταν που το γέννησε σχεδόν μονάχη. Ο Νικολιάς αποσπέριζε στα Πηγάδια, κατέβηκε στο λιμάνι καβάλα στο μουλάρι μα δεν βιαζόταν να γυρίσει, έμπλεξε με μια παρέα και γλετζές όπως ήταν διασκέδαζε, ξεχνώντας την γυναίκα του που ήταν στις μέρες της.

Εκείνη γυρνώντας από τα ζώα, τις κατσίκες την έπιασαν πόνοι, μεσα στο ψιλόβροχο στα βράχια πάνω πήρε χαμπάρι πως έφτανε η ώρα έτρεξε, πέρασε πρώτα από μια γειτόνισσα για βοήθεια και μπαίνοντας στο σπίτι πιάστηκε στην πόρτα και γέννησε όρθια τον Μιχάλη.

Το παιδί πετάχτηκε, πάνω στο τσίμεντο, η γειτόνισσα έψαχνε ένα κοφτερό μαχαίρι, το μωρό έστεκε μες το αίμα μα η γειτόνισσα αν δεν έπεφτε και το «ύστερο», μέσα από την μάνα, τόχε σε κακό να το πλύνει, ολα πήγαν όπως είχαν μαθημένα από τους παλιούς, ξέπλυνε το μωρό, βρέθηκε και το ψαλίδι, αφου έδεσε  διπλό κόμπο τον ομφάλιο λώρο, τον έκοψε, έδωσε το παιδί στην μάνα που ξαπόστενει στο σόφα. Όπως όλα τα θηλαστικά, μακριά από αποστειρωμένα εργαλεία και συναισθήματα γεννιόμασταν με την ανάσα οδηγό και όχι  με τα χρήματα μπροστά και  την κοινωνική τάξη ανάγκη.

Την άλλη μέρα η Καλλιόπη φρόντισε το παιδί και τις κατσίκες, γύρισε κι ο  άντρας στο σπίτι, τα βρήκε όλα έτοιμα, με τόση χαρά που πήρε άρχισε να κάνει κουλουμπέτες, έτσι δούλευαν τα ζευγάρια τότε, οι γυναίκες αφεντικά στο σπίτι με τον άντρα, καπετάνιο, να μην σηκώνει πολλά για την διαδρομή του.

Στα χρόνια που περνούν όλα γίνονται μέσα στο σπίτι, στον Αφιάρτη, γλέντια, χαρές και λύπες ντύνουν τις πέτρες που χτίστηκαν το ΄45 για να χωρέσουν το ζευγάρι.

Εκείνος, ο Νικολιάς το «πειραχτήρι» του χωριού, να μην σταματά, να ανατρέπει το ίσο των γνωστών και φίλων, άλλοτε με έναν ψέυτικο φαλλό, που δήθεν πέφτει από την τσέπη του κι άλλοτε με τα πρόστυχα δίστιχα που κάνουν τις γυναίκες να κοκκινίζουν και τους άντρες να χαμογελούν αμήχανα.

Η γυναίκα του σοβαρή να χαμογελά, να μην του ρίζεται, είναι τόσο καθαρό , ειλικρινές το αστείο του που δεν χωρά δεύτερες σκέψεις.

Κοντά στα ενενήντα σήμερα και οι δυό, συνεχίζουν το ίδιο μοτίβο ζωής, μαζί γυρνούν τα καλοκαιρινά πανηγύρια στα ξομονάστηρα, δείχνουν πως ο αληθινός, ο πραγματικός έρωτας, η εκτίμηση,

ο αλληλοσεβασμός, δεν είναι μια περαστική ιστορία.

Δεν είναι ένα ακόμη κύμα που σκάει στην ακτή, η αγάπη.

Φτάνει να είναι πραγματική, απαντά ο Νικολιάς.

Στο πως κρατήθηκε όλο αυτό, πως δεν έσπασε στα χρόνια, η Καλλιόπη που από την αρχή φαινόταν λιγομίλητη ξεσπά, είναι όλα  αληθινά και τα μοιραζόμαστε, δεν έχουν ξεχωριστούς λογαριασμούς μνήμης, ούτε και κάνουν πισώπλατες κινήσεις.

Ξεμυαλίζονται οι άνθρωποι, τραβούν άλλους δρόμους όταν δεν είναι αληθινά τα συναισθήματα και έχουν άλλα θέλω, τότε οι επιλογές είναι σκληρά προσωπικές,  ο σύντροφος γίνεται δεύτερος και μοιραία τρίτος, τέταρτος, τόσο που στο τέλος χάνεται στην ουρά μιας ανόητης αναμονής.

Η τηλεόραση φταίει επαναλαμβανεί η Καλλιόπη, μας ξεμυάλιζουν οι λουάγρες (βρωμιές σε ντοπιολαλιά), η τηλεόραση που στέκει στη μέση του σπιτιού, ανοιχτή μα με τον ήχο κλειδωμένο, την ίδια στιγμή ο Νικολής παίζει με ένα μικρό πλαστικό φαλλό, προσπαθεί να μας κάνει να ντραπούμε, είναι το δικό του σενάριο ζωής.

Ένα ζευγάρι που σα περνάς από τον Αφιάρτη της Καρπάθου μπορεί να μην το δεις, όταν το δείς μάλλον δεν θα σταθείς, μα αν ποζέψεις, σταθείς να ξαποστάσεις θα κερδίσεις την απάντηση που ψάχνουν με αγωνία όλοι, πως είναι να περνούν τα χρόνια και στέκει πρωταγωνιστής ένας σύντροφος στην καρδιά και στο μυαλό χωρίς να υπάρχουν αμφιβολίες και αναζητήσεις.

 
Manolis Dimellas

Φωτογραφικό υλικό

Προτάσεις Verena

Από την Νέμεσις – Πανελλήνια Ομοσπονδία για το περιβάλλον, τα ζώα, το κυνήγι, εκδόθηκε η ακόλουθη...
Μπορεί να κάνει σήμερα τον ανήξερο ο δήμαρχος Ρόδου Αλέξης Κολιάδης όμως στην συνεδρίαση του...
Χθες ομόφωνα το περιφερειακό συμβούλιο Νοτίου Αιγαίου αποφάσισε και ζητά την μείωση των ελαφιών στη...
Αρχισαν τα...γαλλικά στο νέο δημοτικό συμβούλιο Ρόδου πολύ νωρίτερα απ ότι αναμενόταν!....Σε μια...