Κάρπαθος: Φόνοι, που γινήκαν μόνο για μια ματιά - Του Μανώλη Δημελλά

Μόνο στα μάτια δεν χωρούν απαγορεύσεις και περιορισμοί. Όλα επιτρέπονται για κείνα, φτάνει να φορτώνουν τις εικόνες βαθιά στα σωθικά και όλες οι ερωτικές πονηριές, να πνίγονται μέσα στη θάλασσα από τα νεύρα του μυαλού μας.

Για τους περισσότερους, αυτός ο κανόνας, των ματιών, δεν θέλει μεγάλη προσπάθεια, ίσως να προδίδει το κορμί, με τις νευρικές κινήσεις του, να πεταρίζει η καρδιά, σε εκείνα που σα μαγνήτης τη τραβούν από τη μύτη. Όμως η γλώσσα δένεται κόμπο, τα λόγια πνίγονται στο λάρυγγα, αν τύχει και ο πόθος στήνει παράνομα ερωτικά παιγνίδια.

Ήταν αρχές του 1920, στο πανηγύρι του Αη Γιώργη του Μεθυστή, επάνω στη Σκοπή, που έμπλεξε λίγο η κατάσταση. Από νωρίς είχαν ξεσηκωθεί από τα γύρω μετόχια και όλο το χωριό γλεντοκοπούσε. Όργανα, λύρες και λαούτα, δεν σταματούσαν και ο πάνω χορός δεν έλεγε να κόψει.

Πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο Κωσταντής, μάτιαζε, όμως κρατιόταν, και δεν ξέφυγε. Ήθελε να αρπάξει από το  χέρι τη γυναίκα του φίλου του και να την σύρει στο κάβο του χορού. Έβλεπε τόσα μάτια να τον κοιτούν και μάζευε τις λιγάκι πρόστυχες σκέψεις του.

Το γλέντι κύλησε δίχως να ξεφύγει σε παράνομα χαλβαδιάματα και ξεδιάντροπα ξεφτιλίκια. Όμως σα βράδιασε έψαξαν και βρήκαν, όπως γινόταν πάντα, ξεχωριστά γιατάκια για να ποζέψουν, να κοιμηθούν τόσο οι άντρες όσο και η παρέα των γυναικών. Άπλωσαν κουβέρτες και ετοιμάστηκαν, μέσα στο κουβεντολόϊ και τα γέλια, για να κοιμηθούν.

Εκεί έκανε την κίνηση του ο μορφονιός, πλησίασε και σκούντριξε με νόημα, την κοπέλα που από καιρό λαχταρούσε.

Ο Κωσταντής ήταν γνωστός εργένης, ψηλός και όμορφος. Έμοιαζε σαν ένας άγγελος με γλυκό μουστάκι. Έλεγαν για αυτόν πολλά, μα πάντα ψιθυριστά και πίσω από τη πλάτη του. Έτσι γίνεται στους μικρούς τόπους, όλοι τα ξέρουν όλα και στο κουτσομπολιό παίρνουν φωτιά οι μύθοι, κάθε που περιγράφουν τα ξένα κατορθώματα.

Λέουσι και σταματημό δεν έχουν οι αθρώποι, έτσι στο φως μιας λάμπα πετρελαίου, πάνω από μαγγάλια που τσουρίζαν ψωμί με λάϊ, έπλεκαν κουβάρι τις κουβέντες για τα καλιμέντα του.

Στο διάβα του έβραζε ο τόπος, τη μια παντρεμένη έπιανε και την άλλη ξεμυάλιζε, όμως τα λόγια σαν να τα τραβάει ο βοριάς, κανένας δεν έπαιρνε στα σοβαρά τις παρόλες των αργόσχολων. Η έρημη βραδιά του Μεθυστή, που να μην έσωνε, ήταν σκέτη ξεμυαλίστρα.

Όσο ήσυχα και προγραμματισμένα κύλησε η βραδιά, τόσο γενοβολούσε τέρατα και δαιμονικά η νύχτα. Ξερνούσε από τη σκοτεινή κοιλιά της ένα σωρό μαύρες σκέψεις, αφού η γυναικούλα έτρεξε στον άντρα της και μολόγησε το πέσιμο του "φίλου" Κωσταντή.

Στις μικρές ώρες της νύχτας όλοι κοιμόντουσαν στη πλαγιά του ξωμονάστηρου, όλοι εκτός από τον σύζυγο, που έβραζε ατιμασμένος

δε θα τ αφσω ετσά, θα (δ)είτε σεις...

επαναλάμβανε στο εαυτό του, οι λέξεις χόρευαν μέσα στο μυαλό του και μοναχά μια εκδίκηση γαλήνευε κάπως τη ψυχή του.

Ξημέρωσε και σχόλασε, απόκαψε πια το γλέντι, πήραν το δρόμο,

από τη Σκοπή για το χωριό, αγουροξυπνημένοι και μισομεθυσμένοι. Κανένας δεν πρόσεχε το σύζυγο, που είχε πάψει να καταριέται και να βρίζει, περπατούσαν γράφοντας οχτάρια, έδειχναν ακόμη πως χόρευαν πάνω στο χώμα, στο χάραγμα της μέρας, κι όμως μόνο η συνήθεια έδειχνε το δρόμο. Οι λιγοστοί σταύλοι ήταν ακόμη ολάνοιχτοι, είχαν ξεμείνει και φέγγαν τα λυχνάρια και οι λαμπαδίνες από τα καντήλια και οι τελεύταιοι καλεσμένοι ήταν ξαπλωμένοι πάνω στις κουμούλες και ταξίδευαν στα πρωινά σύντομα όνειρα.

Στον τελευταίο σταύλο οι φωνές έδειχναν λίγο ζωηρές, εκεί ήταν που φέρμαρε ο μεθυσμένος σύζυγος, έκανε σα το σκυλί, που ξετρυπώνει λαγούς και περδικόπουλα, σα το λαγωνικό, να φέρμαρε στη φωλιά τους. Η παρέα του δε πήρε τίποτα χαμπάρι, συνέχισαν να δρασκελίζουν ασπαλάθους και να κοιτούν πέρα προς το χωριό ενώ μελετούσαν μια τα κρεβάτια και μια τις δουλειές τους στα χωράφια.

Η κακιά ώρα, δεν υπάρχει άλλη πιο μεγάλη στιγμή στο χρόνο του ανθρώπου, αν τύχει και σε προσπεράσει βιαστικά, ίσως να είσαι ο πιο καλότυχος επάνω στον πλανήτη. Αν όμως πέσει πάνω σου και σε αγκαλιάσει, τότε γίνεται με μιας ο κόσμος μικρός και λίγος, μια σταλιά κι όλος φορτωμένος πόνο.

Έτσι και για τον λαβωμένο, τον ατιμασμένο σύζυγο, σα να του φάνηκε πως άκουσε τη φωνή του Κωσταντή μέσα από την αυλή, πετάχτηκε πάνω από τη κοντούλα μάντρα, έδωσε μια και πήδηξε μέσα στην αυλή, τράβηξε το μαχαίρι από το ζωνάρι της μέσης, ένας μικρός χλαϊσκος άστραφτε στη χούφτα του και δίχως να βλέπει πρόσωπα, με τα μάτια ανοιχτά, αλλά μονάχα γεμάτα μίσος να τρέχει μέσα από τις κόνχες τους, έμπηξε το μαχαίρι στο στήθος του Μανώλη. Το αίμα έτρεχε φουντάνα, οι μισοκοιμισμένοι ξεσηκώθηκαν και πίεζαν την πληγή, πετσέτες και μαντήλια,  όλα γινήκαν κόκκινα, πνίγηκε η αυλή στο  αίμα.

Όλοι κοιτούσαν το μεθυσμένο φονιά απορημένοι. Εκείνος, ο δολοφόνος, στεκόταν σαν μαρμαρωμένος, έκαμε λάθος, δεν σκότωσε εκείνον που σκόνταψε τη νύχτα στη γυναίκα του, λίγο νωρίτερα στο πανηγύρι του Μεθυστή.

Το λιγοστό φως της λάμπας έκοβε τα χρώματα και έκαμε το θύμα, το Μανώλη, τον άντρα της Ερνιάς, να μοιάζει με τον άτιμο τον Κωνσταντή.

Οι Μενετές ντυθήκαν στα μαύρα, ένας δύσμηρος άδικα στο χώμα και ο τυφλός φονιάς κλεισμένος στις Ιταλικές φυλακές της Ρόδου.

Ο Νοέμβρης του 1923 ήταν σκοτεινός κι άραχνος και δεν άφησε μνημόνια φιλότιμου και ανθρωπιάς, φόρτωνε μόνο με στραβές  θύμησες τον άγριο τόπο.

Τα στόματα σφαλίσαν, καλύτερα να μη μιλούμε, να σωπαίνουμε ή να λέμε γλυκές, ανόητες παρόλες στις αποσπερίες, αλλιώς να θώχτουμε στα αχυροκρέβατα μας σιωπηλοί. Όσο για τα δάκρυα, τέτοια να απολείπου, μα και σα βγαίνουν να τα ρουφά, αχόρταγα να τα πίνει το θεόσκληρο, σα πέτρα μαξιλάρι.

Ο λιμοκοντόρος Κωσταντής πήγαινε και ερχόταν καμαρωτός, ξεχάστηκε η ιστορία και εκείνος συνέχισε να φουσκώνει για τα καλιμέντα του. Ούτε έλεγε να πιάσει δουλειά, ούτε λόγος για μεροκάματο, ενώ σα τον ρωτούσαν, τι θα κάμει κι εκείνος στη ζωή του, δεν έχανε καιρό, αποκρινόταν χαμογελαστός, πως έχουν όλοι οι άλλοι και δε θα χαθεί ούτε αυτός.

Άραγε θα ήταν για πάντα τυχερός, μήπως είχε κάμει συμφωνία με τις μοίρες, να σφαλίζουν τα μάτια τους, στα στραβοπατήματα του, ούτε κανείς γνωρίζει, ούτε μπορεί να βάλει στη ζυγαριά τα πιθανά μελλούμενα.

Τη ύστερη χρονιά, το 1924, εκάμαν το σβήσιμο του καλοκαιριού πάνω στο γλέντι, από τη γιορτή του Αη Γιάννη στο Λακί.

Ο Κωσταντής, πρώτος μαντιναδόρος, έπιασε το τραγούδι και σταμάτησε όταν πια ζεστάθηκαν τα γόνατα των πρώτων χορευτών, ενώ ερχόταν η σειρά του.

Μπήκε μπροστά και δεν άφησε θελυκό να μην το πάρει μπροστά και να το χορέψει στο κάβο. Σε μια στιγμή άρπαξε από το τραπέζι τη γυναίκα του Γιώργη, εκείνη ντράπηκε αλλά δεν έχασε καιρό, συνόδεψε τον μορφονιό στο γλέντι. Όπως λένε εκείνοι που ήταν κοντά στο ζευγάρι λίγο νωρίτερα είχαν μισομαλώσει, ο Γιώργης δεν ήταν του γλεντιού, ούτε χόρευε με χάρη, έτσι κι γυναίκα του δεν ήταν πρόθυμη να τον συνοδέψει σε μουσικά πατήματα. Όμως για τον Κωσταντή δεν έχασε καιρό, εκεί όλα βγήκαν στον αφρό, όλες οι ασχήμιες που κατάπιναν δίχως σάλιο γίνηκαν λέξεις και σκοτείνιασαν όλα τα μυαλά και τις καρδιές. Τα ίδια δεν έκανε και του άμοιρου που ακόμα είναι στη φυλακή; ίδιος είναι ο Κωσταντής, πάντα ξεδιάντροπος και άτιμος. Αλήθεια θα άφηνε ο Γιώργης τη προσβολή να γράφεται ανεξίτηλα στο μέτωπο του;

Στο σχόλασμα του γλεντιού και μέχρι να βγεί στα πάνω καφενεία, όλοι τον συμβούλευαν, να αρπάξει το γκρά και να τον καθαρίσει, μήπως και ξεπλύνει τη βρωμιά από πάνω του. Δεν έχασε καιρό σε σκέψεις και πισωγυρίσματα, πήρε το όπλο από το σπίτι της θείας του που το είχε κρυμένο. Το τουφέκι γκρά γέμιζε από μπροστά, από την κάνη και έπαιρνε μοναχά ένα βόλι. Μια ριξιά, αυτό ήταν η μονομαχία, γιατί στο μεταξύ ειδοποίησαν και τον Κωνσταντή και βγήκε στο (δ)ώμα με το δικό του όπλο γεμάτο.

Θεοσκότεινη νύχτα, ο σύζυγος στα καφενεία κοιτά προς τον Καρακαλά, δεν βλέπει τίποτε, τσιτώνει μάτια και αυτιά και περιμένει. Η μονομαχία είναι καθαρή, έχουν από μια σφαίρα, με αυτή θα καθαρίσουν, θα κλείσουν τους  ανοιχτούς λογαριασμούς τους.

Ο Κωσταντής χαμογελά, ποτέ δεν τον παράτησε η τύχη, θηλυκό κι αυτό, μάλλον τον γουστάρει, όπως και όλες οι άλλες ερωμένες του.

Βλέπει μια κίνηση προς το κέντρο του χωριού, σίγουρα είναι ο ζορισμένος σύζυγος, σηκώνει και συμμαδεύει, να τελειώνει και με αυτή την ιστορία.

Πατάει τη σκανδάλη και το όπλο ξερνάει το βόλι και μια μικρή φωτιά. Άστοχος, πέτυχε μια ταλαίπωρη, λάξεμενη πέτρα στα πάνω καφενεία. Όμως τσακουμάκισε το όπλο και η λάμψη πρόδωσε τη θέση του και απάντησε στα γρήγορα ο ατιμασμένος σύζυγος.

Το βόλι τρύπησε τα σωθικά του Κωσταντή που ξεψύχησε πριν προλάβουν να μεταφέρουν το κορμί του στη κάτω πλατεία.

Αυτά είναι τα αποτελέσματα για κείνους που μπαίνουν μέσα στα ζευγάρια, κουνούσαν οι χωριανοί τα κεφάλια και συμφωνούσαν, ενώ πρότειναν του φονιά να κρυφτεί, να εξαφανιστεί πριν τους Ιταλούς. Δεν ήταν αυτός που έριξε το βόλι, μα ο τρόπος, η συμπεριφορά του Κωνσταντή που δεν άφηνε σε ησυχία μήτε θηλυκή πέρδικα.

Ο  Γιώργης κρύφτηκε σε ένα σταύλο στο μετόχι των Αγίων Αναργύρων, χώθηκε στον κούρπιθα, την αποθήκη δίπλα στη Χαρουπιά της αυλής.

Οι  καραμπινιέροι μάταια τον αναζητούσαν, και πέρασαν πολλές βδομάδες μέχρι που πάψαν τα στόματα να κουτσομπολεύουν την ιστορία και το αίμα ξεπλύθηκε από τα σοκάκια.

Ούτε δίκη, ούτε ποινή υπήρξε για το δολοφόνο που γύρισε στο χωριό και για πολλά χρόνια δεν ξανακούστηκε η υπόθεση του Κωνσταντή.

Στις κατοπινές, μικρές απογεματινές αποσπερίες, οι μεγάλες γυναίκες συμβουλεύουν τα μικρά κορούλια, στέκονται και ξεροκαταπίνουν, όταν θυμούνται εκείνη την ιστορία.

Λένε στις φρεσκοπαντρεμένες κόρες να μη μιλούν στους άντρες τους, για τα περίεργα πειράγματα και τις ενοχλήσεις, από δήθεν φίλους και γνωστούς.

Καλύτερα να σφαλίζεις το στόμα, να μην κάνουν κύκλο με λόγια, που γεννούν ώρες στραβές κι ανάποδες.

Μακρία από εκείνες τις μικρές στιγμές, που μπορούν να κάμουν μια χαψιά ολάκερο τον κόσμο.
 

Φωτογραφικό υλικό

Προτάσεις Verena

Από την Νέμεσις – Πανελλήνια Ομοσπονδία για το περιβάλλον, τα ζώα, το κυνήγι, εκδόθηκε η ακόλουθη...
Μπορεί να κάνει σήμερα τον ανήξερο ο δήμαρχος Ρόδου Αλέξης Κολιάδης όμως στην συνεδρίαση του...
Χθες ομόφωνα το περιφερειακό συμβούλιο Νοτίου Αιγαίου αποφάσισε και ζητά την μείωση των ελαφιών στη...
Αρχισαν τα...γαλλικά στο νέο δημοτικό συμβούλιο Ρόδου πολύ νωρίτερα απ ότι αναμενόταν!....Σε μια...