Στην πολιτική, η ηγεσία προϋποθέτει ευθύνη. Όταν ένα πρόσωπο κατέχει θέση εξουσίας και καλείται να διαχειριστεί δημόσιους πόρους, να προστατεύσει το συμφέρον των πολιτών και να διαφυλάξει τη νομιμότητα, δεν μπορεί να επικαλείται ότι “δεν γνώριζε” ως άφεση αμαρτιών. Το να ηγείται κανείς σημαίνει να γνωρίζει, να ελέγχει, να προνοεί. Αν αγνοεί, τότε είναι ή ακατάλληλος ή ανίκανος. Και στις δύο περιπτώσεις όμως, επικίνδυνος.
Το πρόσφατο σκάνδαλο στον ΟΠΕΚΕΠΕ, με τις εξοργιστικές ατασθαλίες στη διαχείριση επιδοτήσεων, επαναφέρει στο προσκήνιο μια διαχρονικά προβληματική νοοτροπία. Πολιτικοί και διοικητικοί προϊστάμενοι σπεύδουν να δηλώσουν άγνοια για όσα συνέβησαν, επιχειρώντας να αποποιηθούν κάθε ευθύνη. Σαν να θεωρούν δεδομένο ότι ο φορολογούμενος, ο αγρότης, ο πολίτης που εργάζεται σκληρά για να στηρίξει το κοινωνικό σύνολο, θα δεχτεί αδιαμαρτύρητα πως εκατομμύρια ευρώ χάθηκαν ή διοχετεύθηκαν κυρίως σε λωποδύτες, χωρίς να λογοδοτήσει κανείς. Το “δεν γνώριζα” προσβάλλει βάναυσα τη νοημοσύνη των πολιτών.
Την ίδια εξοργιστική φράση τη συναντάμε διαρκώς κάθε φορά που ξεσπά ένα σκάνδαλο. Από τη λίστα Λαγκάρντ, τις υποκλοπές, τις μίζες στα εξοπλιστικά, μέχρι τις πρόσφατες απευθείας αναθέσεις ή τα κονδύλια του ΕΣΠΑ, οι κυβερνήσεις αλλάζουν αλλά η υπεκφυγή παραμένει. “Δεν με ενημέρωσαν”, “δεν το ήξερα”, “δεν ήμουν ενήμερος”. Στα καλά, αντίθετα, όλοι προσπαθούν να αποκτήσουν μερίδιο της θριαμβολογίας. Γιατί σε αυτή τη χώρα η έννοια της ευθύνης είναι άγνωστη από τον πιο μικρό μέχρι τον πιο μεγάλο. Θα έπρεπε όμως κάποτε να μας απαντήσει υπεύθυνα κάποιος ποιό είναι το νόημα της ηγεσίας, όταν στα δύσκολα προσπαθεί να αποποιηθεί τις ευθύνες της.
Η πολιτική ευθύνη δεν είναι ούτε τυπικότητα ούτε επικοινωνιακό τέχνασμα. Σημαίνει ότι εκείνος που ηγείται οφείλει να έχει πλήρη εικόνα, να επιλέγει κατάλληλους συνεργάτες, να εποπτεύει με συνέπεια και να παρεμβαίνει έγκαιρα όταν εντοπίζονται προβλήματα. Όταν δεν το πράττει, τότε δεν είναι απλά συνυπεύθυνος αλλά ο κύριος υπεύθυνος. Το “δεν γνώριζα” συνιστά ουσιαστικά παραδοχή αποτυχίας. Αν όντως δεν γνώριζε, είναι ακόμα χειρότερο, διότι αποκαλύπτει μια βαθιά ανεπάρκεια που ζημιώνει την κοινωνία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και στη δικαιοσύνη το “δεν γνώριζα” δεν αποτελεί άλλοθι. Ο νόμος θεωρεί ότι ο υπεύθυνος οφείλει να έχει εποπτεία και γνώση, και η άγνοια σπάνια συγχωρείται. Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να γίνεται ανεκτό ως επιχείρημα από όσους διαχειρίζονται δημόσιες υποθέσεις;
Στην περίπτωση του ΟΠΕΚΕΠΕ, ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα στη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες, η ζημιά δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι κυρίως ηθική. Πλήττει την εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος δικαίου, ενισχύει τον κυνισμό και την απαξίωση, ενισχύει την υφέρπουσα πεποίθηση ότι “όλοι ίδιοι είναι”. Αλίμονο όμως αν η κοινωνία συμβιβαστεί με την ατιμωρησία. Αν επιθυμεί μια στοιχειωδώς δίκαιη πολιτεία, οφείλει να απαιτήσει εξηγήσεις και συνέπειες, πολύ πέρα από τις επιφανειακές συγγνώμες και τις φθηνές δικαιολογίες.
Όταν ο εκάστοτε πρωθυπουργός, υπουργός ή διοικητής δηλώνει ότι “δεν γνώριζε”, ομολογεί πως απέτυχε στο βασικότερο καθήκον του: να παρακολουθεί και να ελέγχει τι συμβαίνει εντός της αρμοδιότητάς του. Είναι σαν να ισχυρίζεται ένας καπετάνιος πως “δεν είδε το παγόβουνο” την ώρα που το πλοίο βυθίζεται. Φυσικά, ένας τέτοιος καπετάνιος δεν έχει θέση στο τιμόνι.
Η χώρα δεν αντέχει άλλο την κουλτούρα της συγκάλυψης, ούτε τις διαρκείς «μεμονωμένες περιπτώσεις» που μονίμως καταλήγουν ατιμώρητες. Έχει ανάγκη από ηγεσίες με γνώση, αποφασιστικότητα και αίσθηση καθήκοντος. Ηγεσίες που δεν θα επικαλούνται την άγνοια στα δύσκολα, αλλά θα στέκονται στο ύψος της ευθύνης τους και θα προστατεύουν το δημόσιο συμφέρον.





