Αποχαιρετισμός στον Γιάννη Μελισσηνό - Του Μανώλη Δημελλά

Δεν υπάρχει πιο άγρια βια από αυτή του θανάτου.

Όσο κι αν μας ατσαλώνει η κατάντια ή κακομοιριά κι φτώχεια μας, όσο κι αν ντύνουμε με λέξεις τις πιο σκληρές ανθρώπινες πράξεις, όταν και όπου εμφανίζεται ο θεριστής, ο Χάρος, τότε σκούζουμε σα τα κουλούκια, που τα πήραν από τη μάνα τους, και πεισματικά αρνιόμαστε την ανθρώπινη μοίρα, που δεν άλλαξε ποτέ πορεία.

Έφυγε λοιπόν ακόμη ένας, από εκείνους που όσο κι αν έσβηναν τα χρόνια πάνω στο κορμί του, αν στεκόσουν στα μάτια, στο χαμόγελο και στη βροντερή φωνή, σίγουρα θα τον έλεγες "έφηβο"!

Ο Μελισσηνός ήταν γεννημένος κάπου πριν την αυγή του '30, δεν έψαξα ακρίβειες, τους μήνες και τα χρόνια, γιατί είναι πιο αληθινό να μετράς τη φλόγα της ψυχής, παρά τα αποτσίγαρα μέσα στα κρυστάλλινα σταχτοδοχεία.

Η ζωή του Γιάννη μοιάζει με κινηματογραφική ταινία, όπως άλλωστε στους περισσότερους Καρπάθιους της γενιάς του.

Ο πατέρας του, ο Λεωνίδας Μελισσηνός, ήταν το προτελευταίο παιδί του Ατζά της Καρπάθου, έτσι ο μικρός έγγονας, του μεγάλου Δικαστή του νησιού, ο Γιάννης, όπου κι αν βρέθηκε, προχωρούσε με τη βαριά κληρονομιά από το παρελθόν.

Πόσο τυχεροί πρέπει να αισθανόμαστε, όσοι από μας χασομέρησαν με κάποιον από εκείνους που στάθηκαν στα πίσω χρόνια, εκείνα που σήμερα είναι τα σκοτεινά και γκρίζα των βιβλίων.

Σαν να βλέπω το Γιάννη Μελισσηνό, καθισμένο στο υπερυψωμένο μπαλκόνι στο σπίτι του στον Αφιάρτη, πλάϊ του το ασύρματο τηλέφωνο, μοιάζει έτοιμος για μια κλήση από Αμερική. Ένα πακέτο τσιγάρα και ένας μονός ελληνικός που αχνίζει στέκουν παραδίπλα. Με τα μάτια του δείχνει να ταξιδεύει πάνω στα βράχια, να χαϊδεύει τρυφερά τα θαλασσινά νερά.

Χαμογελά, θυμάται ξεφυλίζει τα χρόνια προς τα πίσω. Ήρωες, καθημερινοί φίλοι που γίναν θρύψαλα στην αγκαλιά του χρόνου. Κρατάει σημειώσεις, ανοίγει ντοσιέ με φωτογραφίες και μελετά την ιστορία. Αν αμφιβάλλεις, αν δεν πιστέψεις την απόλυτη αλήθεια του, μπορεί να σε ενοχλήσει η περηφάνια, το καμάρι για το σόι, το χωριό, και το νησί του. Αν είσαι από κείνους που σκύβουν το κεφάλι, που βλέπουν με ξενικά γυαλιά την ιστορία, και δεν πιστεύεις στο άγνωστο γείτονα, εκείνον που όταν πρέπει γίνεται θεριό, τότε θα σου χαμογελάσει και αδιάφορα θα σε προσπεράσει.

Ο Γιάννης ήταν ο γνήσιος Καρπάθιος, ο μετανάστης που δεν έβγαλε ποτέ τη Καρπάθικη ταυτότητα από το προσκέφαλο του. Είναι από κείνη τη μεγάλη, τη σπουδαία γενιά Ελλήνων, που σήμερα θα μας λείψει ακόμη περισσότερο.

Σήμερα, που είναι ήδη αύριο, και το χτες ασφυκτιά μέσα σε ξεχαρβαλωμένες μνήμες και σκονισμένα βιβλία.

Ο Μελισσηνός παραμένει κομμάτι της Καρπάθου, στο πέρασμα του άφησε το χνάρι του πάνω στο ουρανό του νησιού. Ακριβώς όπως και ο πάππους του, θα μείνει και θα συντροφεύει τις αποσπερίες μα και τις μοναχικές στιγμές μας.

Ο Αφιάρτης, οι Μενετές, η Κάρπαθος αποχαιρετά έναν γνήσιο πατριώτη, έναν περήφανο κοσμογυρισμένο Καρπάθιο.

Η παρακάτω ιστορία γράφτηκε σε ένα απογεματάκι, μακριά από ρολόγια και καταγραμμένους χρόνους, πάνω σε έναν μερακλίδικο ελληνικό και ένα γαλατένο κουλουράκι. Με θέα έναν απάνεμο Αφιάρτη, που έμοιαζε να σώπασε βίαια τον στρουφιχτό άνεμο, ήθελε φαίνεται κι αυτός, ο Αφιάρτης, να κρυφακούσει κι εκείνος την ιστορία του Γιάννη Μελισσηνού, και να τον καμαρώσει.

Μα που πάνε αλήθεια μερικά χρόνια, που πάνε και κρύβονται, τα άτιμα, κι ούτε μπορείς να τα ξετρυπώσεις. Αγωνίζεσαι να θυμηθείς τι έκαμες τέτοιες μέρες, πριν δέκα, είκοσι, μπορεί και περισσότερα χρόνια. Μάλλον τα ξεχνά σκόπιμα το μυαλό, για να μην ψάχνει συγχωροχάρτια, για όλα κείνα που δε πρόκαμε, δεν κατάφερε να κάνει.

Έλα που θυμάσαι, ξεφεύγουν κάποιες λεπτομέρειες, που σου δίνουν μια κατακέφαλα και σου γυρνούν ανάποδα κάθε τωρινή στιγμή, βλαμμένες ξετσίπωτες στιγμούλες, λες και παίζουν κάποιο ρόλο στα μελλούμενα.

Έτσι κι ο Γιάννης Μελισσηνός, ο έγγονας του σπουδαίου δικαστή της Καρπάθου, μα σα να του μοιάζει κιόλας, ζει χρόνο καιρό στον Αφιάρτη, γράφει τα δικά του περασμένα, που για να τα κάμω ιστορία δεν θα φτάνουν να διαβάζεις μέχρι να βγεί το '13. Μια στιγμή, μια μέρα τη ζωή του, θα σας περιγράψω, γιατί πάντα θα τον κρατά από το χέρι, είναι η μέρα που έγινε αφορμή να μάθει "ισορροπία".

Αρχές Οκτώβρη 1944, πιτσιρίκος τότε ο Γιάννης, όχι πως τώρα είναι μεγάλος, το σώμα του και τα μάτια μας, είναι που μπερδεύουν ενώ το μυαλό και η πάνω από όλα η λεβέντικη καρδιά, φορά κοντά παντελονάκια και σαν να έχει φτερά, να μην σταματά, όλο να πετά.

Ήταν παιδί τότε, πιάστηκε, από τους Γερμανούς, το Δεκέμβρη του 1943 και φυλακίστηκε στη περιοχή Σιτάρενα. Ο μικρός με το αμερικάνικο διαβατήριο, τους έκανε, αναγκαστικά, ένα σωρό δουλειές και θελήματα, και εκείνοι σε αντάλλαγμα, τον κοπανούσαν με κάθε ευκαιρία. Στο μκρό παιδί όλο και θέριευε το μίσος, μέσα στη ψυχή του. Όχι για όλους, αλλώστε ένας τέτοιος κατακτητής και παντοτινός φίλος του, ήταν ο Αυστριακός στρατιώτης Κάρλ Χέρτερ, που τον ελευθέρωσε στις 2 Οκτωβρίου 1944, πάνω στο αναγκαστικό φευγιό των ναζήδων και στην αναμπουμπούλα από τις ανατινάξεις των πυρομαχικών τους.

Την ίδια στιγμή, μια θεότρελη ιδέα, του λίγο μεγαλύτερου ξαδέρφου, του Γιώργη Δημ. Καλή, έγινε η αφορμή για τα παιδιά, για να γράψουν τη δική τους, ριψοκίνδυνη πολεμική ιστορία.

Ο Γιώργης μπροστά, ο Γιάννης και ξοπίσω να κλουθά ζορισμένα, ένας Ιταλός φαντάρος, ο Νίσι, ήταν από κείνους που άλλαξαν γραμμές, δραπέτευσε και παράτησε τους φασίστες, τα λοφία και τα ανόητα καπρίτσια τους.

Ξεκίνησαν για το άντρο των κατακτητών στον Κάστελλο, το νότιο άκρο του νησιού.

Η παρέα ζώστηκε με όπλα. Χειροβομβίδες, περίστροφα και γκράδες. Μέσα στη νύχτα, είχαν για σκοπό για να επιτεθούν, στα φυλάκια των Γερμανών στο αεροδρόμιο, ήξεραν ό,τι οι κατακτητές τα μάζευαν άρον-άρον, έφευγα βιαστικά από το νησί, και μια επιδρομή θα τους έπιανε σίγουρα στον ύπνο.

Τόσο αστείρευτο μίσος, κουβαλούσαν μέσα τους, που στην ιδέα του αιφνιδιασμού και στη μικρή πιθανότητα, να ξεπάστρευαν μερικούς από τους σιχαμερούς κατακτητές, δεν λογάριασαν τη πιθανή αποτυχία.

Αν κάτι πήγαινε στραβά; αυτό δεν έμπαινε στο μυαλό των μικρών πολεμιστών, έκαμε το σχέδιο της επίθεσης ο πιο έμπειρος, αλλά φοβιτσιάρης Ιταλός, που βρήκε ευκαιρία και τη κοπάνησε, εγκατέλειψε τα δυό παιδιά και έφυγε τρέχοντας προς τα πίσω, τόσο πολύ, πίστευε στο σχέδιο των πιτσιρικάδων.

Οι δυό τους, δεν έκαναν πίσω, αθόρυβοι μπήκαν στη στρατιωτική περιοχή του αεροδρομίου και στο πρώτο κτήριο, ο Γιώργης τράβηξε την πέτσινη ασφάλεια από τη χειροβομβίδα, φώναξε ο Γιάννης, να παραδοθούν όσοι είναι μέσα. Το είπε Ιταλικά, ξανά στα Γερμανικά, αλλά απάντηση δεν πήρε.

Η αγωνία των παιδιών έφτανε στο κατακόρυφο, δεν ήταν πλάκα, ούτε αστείο, έπρεπε να προχωρήσουν, δεν υπήρχε κανείς ή μήπως τους μυρίστηκαν και ετοίμαζαν εκπλήξεις;

Μια παιδική φωνούλα έλυσε όλες τις απορίες και έκλεισε την επιδρομή στο Κάστελλο.

-εγώ είμαι, μόνος, σας παρακαλώ, μην κάνετε τίποτε, βγαίνω...

Ένα άλλο παιδί, ο Αρκασομενεδιάτης Μιχάλης Μαστρομηνάς, ήταν από εκείνα τα μικρά, που δούλευαν στο αεροδρόμιο, είχε ξεμείνει, στα άδεια, εγκαταλελειμμένα με φούρια, στρατιωτικά κτήρια.

Τελικά επίθεση δεν έγινε, αφού μόλις είχαν φύγει οι Γερμανοί από την περιοχή. Πήραν βαθιές ανάσες και τα τρία παιδιά, ο Γιώργης πέταξε τη χειροβομβίδα στα χωράφια και τριγύρισαν τα άδεια κτήρια κάνοντας κάτι σαν αυτοψία.

Τα λάφυρα του Γιάννη ήταν ένα Γερμανικό ποδήλατο και μια κούτα μπισκότα. Άκομα και για αυτά παραλίγο να μπλεχτεί σε καβγά, με έναν συντοπίτη, αφού στο μεταξύ είχαν πλακώσει κι άλλοι καλοθελητές, μήπως βρουν κάτι χρήσιμο, από τα παρατημένα αντικείμενα των Γερμανών στρατιωτών.

Το καλίεψε και έμαθε ισορροπία ο Γιάννης Μελισσηνός, από το στρατιωτικό ποδήλατο, και δεν το ξεχνά. Όσο κι αν ταξίδεψε, όσο κι αν γύρισε την Αμερική και να πέρασαν τα χρόνια, όποτε βγαίνει στη βεράντα του σπιτιού του, στον Πάνω Αφιάρτη, χάνεται ταξιδεύει στο άγριο τοπίο.

Θα νομίζεις οτι ξανοίει και χάνεται, στην απέραντη θάλασσα.

Όμως όχι, ο Γιάννης θωρεί εκείνα, τα δυνατά του, χοροπηδηστά χρόνια, να κάνουν πετάλι μπροστά στα μάτια του.

Σαν να ξεχωρίζει το χνάρι, από όλες τις σκιές, που πέρασαν αλλά δεν είπαν να σταθούν, έφυγαν σαν τους κουρσάρους και τους κατακτητές, ξέμειναν μόνο κάτι ξέμπαρκες μνήμες και η ισορροπία, που αμά τι μάθεις τη ρουφιάνα, δεν τη ξεχνάς με τίποτα.

Μωρέ δώστου εσύ ένα ποδήλατο του Γιαννίκου και θα σου δείξει πως το καβαλικεύουν και πως χάνονται, πάνω στην ευθεία του Αφιάρτη. Που όσο μεγαλώνεις μοιάζει με το άπειρο του κόσμου.

Αντίο, φίλε Γιάννη, ξεχνιέται το παρελθόν, κι εσύ έστεκες μάγκικα, πάντοτε ένα βήμα μπροστά από το παρόν...

Manolis Dimellas














 

Φωτογραφικό υλικό

Προτάσεις Verena

Η μάχη της αμμουδιάς, το αθέατο Τραμπολίνο της Ρόδου και ένας στραβωμένος Πύργος Ναυαγοσώστη...
Μητροπολίτης Κύριλλος στο Verena.gr: Σαν την Ανάσταση στον Ευαγγελισμό της Ρόδου, δεν έχει!...
Μπορεί να κάνει σήμερα τον ανήξερο ο δήμαρχος Ρόδου Αλέξης Κολιάδης όμως στην συνεδρίαση του...
Αρχισαν τα...γαλλικά στο νέο δημοτικό συμβούλιο Ρόδου πολύ νωρίτερα απ ότι αναμενόταν!....Σε μια...