Έφυγε από τη ζωή ο Γιάννης Κρητικός, γράφει ο Μανώλης Δημελλάς

 

Ήταν κάποιο καλοκαίρι, μου φαίνεται πως από τότε έχουν περάσει αμέτρητα χρόνια, είχα ρωτήσει τον πατέρα μου γιατί δεν κατεβαίνει συχνότερα στην Κάρπαθο. Εκείνος, χωρίς πολύ σκέψη, μου απάντησε πως έχουν φύγει σχεδόν όλοι, φίλοι και συγγενείς, από αυτούς που εκτιμούσε. Τότε δεν κατάλαβα τη σημασία της κουβέντας του.

Σήμερα έμαθα για το θάνατο ενός καλού φίλου, αληθινά παθιασμένου Καρπάθιου και ένιωσα μέσα στη ψυχή να ξεπηδά εκείνη η κουβέντα του πατέρα μου. 

Έμαθα ότι έφυγε ο Γιάννης Κρητικός, εκείνος ο Σποϊτης παλίκαρος, που άλλοτε με το χιούμορ ή με τον πηγαίο αυθορμητισμό και τη μπάσα φωνή του, δεν άφηνε περιθώρια αμφισβήτησης των απόψεων του. 

Ο Γιάννης είχε παράστημα, όχι μόνο το κορμί, ήταν μια ψυχάρα αυθεντική, γνήσια καρπάθικη ή ας το προσδιορίσω καλύτερα:

πρώτα ξεχώριζε τον κόλπο του Αγίου Νικόλαου, έπειτα  το Σπόα, στη συνέχεια ήταν η Κάρπαθος κι ακολουθούσε η πατρίδα του η Ελλάδα. Κι όμως ήταν αληθινός κοσμοπολίτης που έμαθε να συγχρωτίζεται τίμια και ντόμπρα με όλο τον κόσμο.

Τον γνώρισα το 2005, τότε ήταν Πρόεδρος του Συλλόγου Αγίου Νικολάου Σπόων «Η ΕΦΤΑΜΠΑΤΟΥΣΑ» και σε συνεργασία με τον επίσης Σποϊτη ερευνητή Ηλία Βασιλαρά, κάναμε ένα ντοκιμαντέρ με θέμα το ψάρεμα της καρπάθικης Σαρδέλας. 

Από εκείνη τη συνεργασία «γεννήθηκαν» δυο ταινίες, η μια με τίτλο Η ΜΕΝΟΥΛΑ ΤΗΣ ΜΙΛΑΘΑΣ και η δεύτερη ήταν ΤΟ ΘΕΡΙΟ ΤΟΥ ΜΑΡΤΗ, που είχε και σημαντική παρουσία στα διαγωνιστικά τμήματα των φεστιβάλ της εποχής. 

Μαζί με τον άξιο Ροδίτη συνάδελφο Φίλλιπο Αλαβέρα κατεβήκαμε αρκετές φορές στην Κάρπαθο και κάναμε γυρίσματα σε όλο το νησί, κυρίως όμως στο Σπόα και τον Άγιο Νικόλαο. Σε κάθε ταξίδι, κάθε φορά, είμασταν φιλοξενούμενοι στο όμορφο σπίτι του Γιάννη Κρητικού. 

Μαζί με τον Ηλία και τον Γιάννη οργανώσαμε τα γυρίσματα κι ήταν εκείνος που με άγρυπνο μάτι μας παρακολουθούσε σε κάθε βήμα. Λάτρευε το χωριό του, έτρεχαν δάκρυα κάθε φορά που βρισκόμασταν στο Μαρούσι, κάνοντας σχέδια για την παραγωγή της ΕΦΤΑΜΠΑΤΟΥΣΑΣ και είχε ένα ταλέντο να σε κάνει, δίχως να ντρέπεσαι, να κλαις μαζί του.

Ο Γιάννης δεν έμαθε να κρύβεται, έξυπνος και με γερό χιούμορ, υπερασπιζόταν τις απόψεις του με εφηβικό σθένος κι οτιδήποτε αφορούσε το νησί του, ακόμη και την πιο μικρή πέτρα του τόπου του, γινόταν πάθος κι αδάμαστος έρωτας. 

Γεννήθηκε το 1941, γιος του παραδοσιακού υποδηματοποιού Νικολάου Εμμ. Κρητικού από την Όλυμπο της Καρπάθου και της Ανθούλας Γεωρ. Μενεάκη από το χωριό Σπόα. 

Όπως καταγράφει ο ερευνητής Γιώργος Τσαμπανάκης, η γενιά του πατέρα του είχε καταγωγή από την οικογένεια Μαυράκη, του “Μαρτυρικού Χωριού” Μαγαρικάρι της περιοχής του Ηρακλείου της Κρήτης.

Ο Γιάννης είχε πέντε αδέλφια, τον Μανώλη (Δάσκαλο, μετέπειτα Υπηρεσιακό Δήμαρχο Καρπάθου το 1974-75), τον Γιώργο (Ενωμοτάρχη της Ελληνικής Χωροφυλακής), τον Μιχάλη (επίσης Δάσκαλο που χάθηκε πρόωρα) και δυο κορίτσια, την Καλλιόπη (σύζυγο Νικολάου Γεωρ. Σισαμή) και Σοφία (σύζυγο Βασιλείου Ηλ. Λιγνού).  

Παντρεύτηκε την Σποϊτισσα Ιωάννα Κων. Μαύρου και έκαναν τέσσερα παιδιά: την Χριστίνα, την Ανθούλα, το Μιχάλη (Οικονομολόγο) και την Νίκη (Γιατρό).
Μετά το Γυμνάσιο της Καρπάθου (1959) και τη στρατιωτική του θητεία θα σπουδάσει ηλεκτρολόγος στη Ρόδο και το 1969 θα μεταναστεύσει το Cleveland του Ohio. Εκεί θα εργαστεί σε ένα μεγάλο εργοστάσιο που έφτιαχνε εξαρτήματα αυτοκινήτων, μάλιστα ο ιδιοκτήτης του, ένας Γερμανοεβραίος επιχειρηματίας, είχε ακόμη 7 εργοστάσια σε όλο τον πλανήτη. Πολύ σύντομα  αυτός ο Καρπάθιος θα διακριθεί για τις ηγετικές του ικανότητες. 

Γιατί ο Γιάννης ήταν πλασμένος για διοικητικές θέσεις.

Στο εργοστάσιο υπήρχαν 1.700 εργαζόμενοι, μετανάστες από όλες τις χώρες του κόσμου, εκείνοι λοιπόν θα τον εκλέξουν στο όργανο του Σωματείου, για να τους εκπροσωπήσει και να παλέψει για τα δικαιώματα τους.

Κάθε φορά που μιλούσαμε για κείνα τα χρόνια έλεγε ιστορίες εργατών που έπρεπε να δώσει λύση. Σχεδόν πάντοτε κατέληγε:

«Η συνεργασία είναι και από τις δυο πλευρές και ο εργοδότης και οι εργαζόμενοι, όταν λοιπόν θα πήγαινα να χτυπήσω το χέρι μου στο τραπέζι έπρεπε να είμαι σίγουρος, να είχα δίκιο. Με τους ανθρώπους δε γίνεται να μπλοφάρουμε». 

Κι όταν πάλι τον ρωτούσα για τα πρώτα του βήματα στην Αμερική και τον ιδιοκτήτη του εργοστασίου, ο Γιάννης με τη σιγουριά που είχε η χροιά της φωνής του έλεγε:

«Εγώ πήγα στην Αμερική το 1969, τότε ήταν παράδεισος, όλες οι πόρτες ανοιχτές. Ήρθε το union, ψηφίσαμε και μπήκα, δεν αντέδρασε η εταιρία. Αντίθετα μας έστειλε σε πανεπιστήμιο, πλήρωναν για να πάω σχολείο για να μάθουμε τους εργατικούς νόμους. Όσο για τον ιδιοκτήτη, ήταν φοβερός άνθρωπος, ήξερε όλους τους εργάτες, γνώριζε  σχεδόν τα πάντα για την οικογένεια τους. Και ξέρεις από την πρώτη στιγμή τι έμαθα; πως αν δεν κάνει λεφτά το αφεντικό εμείς θα μείνουμε χωρίς δουλειά». 

Τα καλοκαίρια συναντούσα συχνά το Γιάννη στο εμπορικό κέντρο στα Πηγάδια. Εκεί στη δροσιά που είχε το αίθριο και ανάμεσα σε μια παρτίδα τάβλι, λάτρευα να ακούω μια καινούρια ιστορία για τους παλιούς μετανάστες. 

Μα είχε αληθινό πάθος με την ιστορία των Καρπαθίων εργατών. 

Ειδικά για τους μιναδόρους, εκείνους που δούλεψαν στις στοές των ανθρακωρυχείων, ο Γιάννης Κρητικός είχε κάνει σημαντική προσωπική έρευνα. 

Συναντήθηκε με δυο από τους παλιούς μιναδόρους, τον 

Νικόλα Ματσάγκο που έφυγε 18 χρονών από το νησί για το Smith Ohio και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Μάλιστα το σπίτι του ήταν επάνω σε ένα ορυχείο! Επίσης κατέγραψε την ιστορία του Γεώργιου  Σισσαμή, τότε ζούσε στο Akron Ohio, ενώ κάποια χρόνια αργότερα επέστρεψε στο Σπόα. 

Αφήνω τον Γιάννη Κρητικό να μας περιγράψει τη μαύρη ζωή των μιναδόρων: 

«Οι δικοί μας, ειδικά οι πρώτοι μετανάστες, μπήκαν βαθιά στις μίνες. εκεί λοιπόν ζούσες για την εταιρία, ψώνιζες με τα ψεύτικα χρήματα της εταιρίας. 

Κι όταν ήθελες να πας ένα ταξίδι παρακαλούσες για να σου δώσουν λίγα δολάρια. Μα έγιναν πάρα πολλά ατυχήματα κι ένας από τους ανθρώπους που βοήθησε να δημιουργηθούν οι ενώσεις ήταν Σποίτης, ο Βασίλειος Λιγνός

Αυτός ο άνθρωπος περπάτησε με τα πόδια από Ohio στη Νέα Υόρκη γιατί κάποιοι είχαν βάλει ανθρώπους να τον καθαρίσουν.  Όπως έμαθα ήταν τρομερός ρήτορας. Πάλεψε για να αλλάξει τη ζωή των εργατών, μα δε μιλάμε για ζωή, εκείνοι οι εργάτες ζούσαν μαύρη κόλαση. 

Σε αυτές τους μικρές πόλεις τότε έβλεπες πινακίδες που απαγόρευαν την είσοδο τους μαύρους και τους Έλληνες».

Ο Γιάννης Κρητικός δε νοιαζόταν μόνο για τους μιναδόρους, συχνά με καλούσε στο τηλέφωνο και έλεγε να μην ξεχνώ τους Καρπάθιους εργάτες του μαρμάρου. Μάλιστα μου υπενθύμιζε τους Σποϊτες, που χάθηκαν στην Πεντέλη και έλεγε πως πρέπει να κάνουμε κάτι, να μη σβήσει ο χρόνος την ιστορία τους. 

Άραγε πως θαναι ο Άη Νικόλας δίχως το Γιάννη; Πιο φτωχός, άδειος, έτσι δίχως  το χρώμα της φωνής του.

Όταν φεύγει μια τόσο δυνατή προσωπικότητα είναι σα να χαμηλώνει το πιο ψηλό βουνό ενός τόπου. 

Έτσι νιώθω για το θάνατο του φίλου Γιάννη Κρητικού κι όσο η μνήμη θα το επιτρέπει θα ανάβω ένα κερί στο όνομα του. Ο Γιάννης υπήρξε ακόμη ένα πρότυπο καθαρού πατριώτη, ένα αιγαιοπελαγίτικο σύμβολο από κείνα που κάποτε, θέλω να το πιστεύω, θα βρεθούν γενναίοι δάσκαλοι και θα τα διδάσκουν στα σχολειά μας.

Φωτογραφικό υλικό

Προτάσεις Verena

Από την Νέμεσις – Πανελλήνια Ομοσπονδία για το περιβάλλον, τα ζώα, το κυνήγι, εκδόθηκε η ακόλουθη...
Μπορεί να κάνει σήμερα τον ανήξερο ο δήμαρχος Ρόδου Αλέξης Κολιάδης όμως στην συνεδρίαση του...
Χθες ομόφωνα το περιφερειακό συμβούλιο Νοτίου Αιγαίου αποφάσισε και ζητά την μείωση των ελαφιών στη...
Αρχισαν τα...γαλλικά στο νέο δημοτικό συμβούλιο Ρόδου πολύ νωρίτερα απ ότι αναμενόταν!....Σε μια...