5 Ιουνίου: Ημέρα (ανθρωπογενούς και φυσικού) περιβάλλοντος η το υψηλό κόστος της υποκρισίας - Του Σταύρου Τσέτση, Πολεοδόμου

5 ΙΟΥΝΙΟΥ:  ΗΜΕΡΑ (ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ) ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ή το υψηλό κόστος της υποκρισίας

 

 

Σταύρου Χρ. Τσέτση, Πολεοδόμου

 

 

Οι καταβολές της χωροταξικής παθολογίας.

 

Η νομιμοποίηση των αυθαιρέτων -με τις λεκτικές επινοήσεις της «τακτοποίησης», της διευθέτησης ή των «προστίμων διατήρησης», ακόμη και «εξαίρεσης κατεδάφισης» της έκνομης οικοδομικής δραστηριότητας- καθώς και της πρόθεσης εξαγοράς, έντονης, πλην ματαιωθείσης, καταπατηθέντων δημόσιων εκτάσεων, αλλά και των αλλαγών στο καθεστώς προστασίας του αιγιαλού τα τελευταία χρόνια, ως κυβερνητική προτεραιότητα, διαχρονικά, θέτει βασανιστικά το ερώτημα: Υπάρχει μέλλον για τις ελληνικές πόλεις;  Μπορεί να ελπίζει κανείς στη βελτίωση της ποιότητας ζωής στους οικισμούς, στα αστικά κέντρα και στις μητροπόλεις της χώρας, του εξωαστικού της χώρου και της υπαίθρου;

 

Την ανησυχία επιτείνει η εκκωφαντική σιωπή και τα ψελλίσματα, των επιφορτισμένων θεσμικά, με την προστασία του ανθρωπογενούς και φυσικού περιβάλλοντος, αλλά και των σχετικών μη κυβερνητικών οργανώσεων και συντεχνιακών φορέων και η ευρύτατη πολυκομματική «συναίνεση».

 

Και προδήλως, η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), που έκρινε συνταγματικό τον νόμο για τα αυθαίρετα. Θέτοντας πιεστικά το ζήτημα της συμβατότητας της, με τα αντίστοιχα εδάφια των Ευρωπαϊκών Συνθηκών.

 

Μπορεί να μιλά κανείς με αξιώσεις, για στόχους αύξησης της ανταγωνιστικότητας, προώθησης ενός νέου τουριστικού προϊόντος, ακόμη και για αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας;

 

Το φαινόμενο των αυθαιρέτων και της «γκρίζας» δόμησης -ορατότερη χωρική έκφραση μιας πολεοδομικής παθογένειας και αναπτυξιακής στρέβλωσης, μεταπολεμικά-, είναι παράγωγο μιας βίαιης αστικοποίησης που σημειώθηκε μεταπολεμικά, ιδίως από τη δεκαετία του ’60. Συνέπεια μιας δυναμικής οικονομικής μεγέθυνσης, με συνεχείς και ανοδικούς ρυθμούς και με περιόδους έκρηξης, που έλαβε χώρα ουσιαστικά με πλημμελή σχεδιασμό ή και απρογραμμάτιστα και σε κάθε περίπτωση με έλλειμμα εδραίας βούλησης από την πλευρά των συντεταγμένων οργάνων της πολιτείας, για συγκροτημένη αναπτυξιακή και χωρική στρατηγική. Οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα, τα δε φωτεινά παραδείγματα, πρωτοβουλιών δεν φτάνουν ή σπανίως καταλήγουν στη λήψη αποφάσεων, ενώ ακόμη πιο σπάνια θεσμοθετούνται και χωρίς την απαραίτητη συνέχεια.

 

Η πολεοδομία –ο ρόλος της οποίας ήταν και παραμένει ο σχεδιασμός της ιστορικής εξέλιξης της πόλης ή με όρους πιο τεχνικούς και δόκιμους, του αστικού φαινομένου- κινήθηκε ή ορθότερα σύρθηκε πίσω από τις εξελίξεις, αδυνατώντας να τις ελέγξει, πόσο μάλλον να τις προκαταβάλει.

 

Η αναπτυξιακή διαδικασία, χωρίς θεσμοθετημένο πρότυπο μεταπολεμικά, ιδίως μετά τη δεκαετία του ’60, προκάλεσε χωροταξικές στρεβλώσεις, εκτεταμένες στα μεγάλα αστικά κέντρα, λόγω του υδροκεφαλισμού της πρωτεύουσας και ολίγων άλλων περιφερειακών πολεοδομικών συγκροτημάτων και έντονων τάσεων αστικοποίησης.

 

Σε πλείστες περιπτώσεις, θυσιάστηκε το ουσιώδες –το τοπίο, η μορφολογία, η ιστορικότητα, το αξιόλογο δομημένο και φυσικό περιβάλλον, ιδίως περιαστικό, η ποιότητα του δημόσιου χώρου- στο βωμό του πρόσκαιρου.

 

 

Το μετέωρο βήμα της στρατηγικής.

 

Ασφαλώς έγιναν βήματα προς τη συγκρότηση ενός πυρήνα χωροταξικής στρατηγικής, κατά κύριο λόγο από τις αρχές τις προηγούμενης δεκαετίας, με την απόκτηση, ως νευραλγικού εργαλείου άσκησης της: τα (νέα) Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια (ΓΠΣ)/ Σχέδια Χωρικής Οικιστικής Οργάνωσης Ανοιχτής Πόλης (ΣΧΟΟΑΠ), τα οποία με το νέο νομικό καθεστώς ονομάζονται Τοπικά Χωρικά Σχέδια (ΤΧΣ).

 

Και προς το τέλος της ίδιας δεκαετίας, τα Γενικά Χωροταξικά Πλαίσια Σχεδιασμού –περιγράμματα δράσεων γενικών αρχών και κατευθύνσεων για την Επικράτεια, τον τουρισμό, τη βιομηχανία και την ενέργεια. ενώ είχαν προηγηθεί αντίστοιχα για τις Περιφέρειες της επικράτειας, καθώς και τα Ρυθμιστικά Σχέδια για τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα και μητροπολιτικές περιοχές της χώρας.

 

Τα Πλαίσια ωστόσο, δεν ξέφυγαν από τον πειρασμό του πολιτικού εντυπωσιασμού  και μέτρων που επιζητούσαν μια, επίπλαστη, ευρύτερη αποδοχή, ενθυλακώνοντας ένα κατάλογο έργων ως όργανο υποδοχής αιτημάτων, παρά ως εργαλείο/ οδηγό των εξελίξεων, που αναδεικνύει/ ιεραρχεί και προτείνει έργα.

 

Αυτό δεν μειώνει την σχεδιαστική παραγωγή, ούτε αναγκαστικά τις αρχικές προθέσεις, αδικεί ωστόσο το όλο εγχείρημα.

 

Το vacuum ενός δραματικού πολιτικού/διοικητικού/θεσμικού ελλείμματος, καλύφθηκε –σε περιόδους έντονης οικοδομικής δραστηριότητας- με οργανικές τροποποιήσεις/ επεκτάσεις περιορισμένης κλίμακας- αναντίστοιχες με το διαμέτρημα μιας πιεστικής ζήτησης- και με δόμηση εκτός σχεδίου και βάσει παρεκκλίσεων.

 

Το όλο σύστημα σχεδιασμού ή ακριβέστερα  της παραγωγής οικοδομήσιμων χώρων, εξέθρεψε και την πρακτική της «γκρίζας» δόμησης. Ένα σύμπτωμα, μιας χρόνιας πολιτικής παθολογίας, όχι μόνο στην παραγωγή, αλλά και στην αντιμετώπισή της με όρους προγραμματισμού.

 

Το αίτημα της οργάνωσης του χώρου σε βάση ορθολογική, βιώσιμη, επιβίωσε σε μεμονωμένες προσπάθειες αρχιτεκτόνων, πολεοδόμων, ακαδημαϊκών και σε ελάχιστες περιπτώσεις πολιτικών –που τελικά απεπέμφθηκαν. σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι κύριοι «συνομιλητές» της εξεταζόμενης θεματικής, κλήθηκαν να οδηγήσουν τον δημόσιο διάλογο, ως προθάλαμο μιας θεσμοθετημένης στρατηγικής. Κυριάρχησαν έτσι στην χώρα μας οι πρακτικές του α-προγραμμάτιστου, του τυχαίου, που επιμελώς διατήρησε το καθεστώς της πολιτικής «πελατοκρατείας» και το λεγόμενο «πολιτικό κόστος».

 

Στο θετικό ισοζύγιο αποτελεί η κάλυψη των στεγαστικών αναγκών –όπως εκφράστηκε από τους υψηλούς δείκτες οικογένειες/ κατοικία, άτομα/δωμάτια- χωρίς ιδιαίτερη δημόσια συμμετοχή, δίχως την κρατική στήριξη, υπό μορφή λαϊκών κατοικιών ή εκτεταμένων γενικά δημόσιων ενισχύσεων. Αλλά και η αποφυγή μοντέλων με ιδιαίτερα υψηλές πυκνότητες και η ανάπτυξη καθ’ ύψος , ο ανοιχτός αιγιαλός και η ελεύθερη παραλία.

Κατακτήσεις, οι οποίες σήμερα εντέχνως αμφισβητούνται και είναι σε κίνδυνο.

 

 

Η Ευρωπαϊκή καμπή: Τα θεμέλια του προγραμματισμού, το ασύμπτωτο της χωροταξίας.

 

Με την συμμετοχή στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, εισήχθησαν και θεσμοθετήθηκαν αρχές γενικότερου αναπτυξιακού σχεδιασμού/ προγραμματισμού, σε βάση σαφώς ορθολογικότερη: επετεύχθη συγκράτηση περαιτέρω φαινομένων αστυφιλίας και περαιτέρω πιέσεων του υδροκεφαλισμού της πρωτεύουσας, αλλά και των κύριων μητροπολιτικών περιοχών της χώρας. Οι 13 περιφέρειες της χώρας απέκτησαν δομές και αποκεντρωμένους πόρους και αρμοδιότητες, όπως και οι πρωτοβάθμιοι ΟΤΑ.

 

Προωθήθηκαν και υλοποιήθηκαν τομεακές πολιτικές που βελτίωσαν, δραστικά, βασικούς συντελεστές που στοιχειοθετούν διάρθρωση του χώρου: Προστατευόμενες περιοχές, ποιότητα περιβάλλοντος, κινητικότητα, υποδομές, πολιτιστική κληρονομιά, δομές καινοτομίας, αγροτική ανάπτυξη, παροχή ενέργειας, δομές στήριξης Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων καινοτομίας, απόκτηση βασικών αστικών τεχνικών και κοινωνικών υποδομών.

 

Ωστόσο η χωροταξία –υποκείμενο των επιπτώσεων των ανωτέρω- συνέχισε να μην αποτελεί προτεραιότητα, αντίθετα, αντί να οδηγεί ή να συντονίζει τις εξελίξεις, ως οφείλει. Το παράδοξο του «δυϊσμού» -κοινοτικός προγραμματισμός και εγχώρια χωρική  υστέρηση- υπήρξε και συνεχίζει να υφίσταται εντονότατα και στην περίπτωση της εφαρμογής: Πολεοδόμηση/ Ρυμοτόμηση.

 

Είναι γεγονός ότι υπό το κράτος των κοινοτικών της δεσμεύσεων και μετά από αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικράτειας (ΣτΕ), έχουν αναληφθεί πρωτοβουλίες και έχουν εγκριθεί μέτρα χωροταξικού σχεδιασμού, επιτελικού και τοπικού χαρακτήρα.

 

Κυρίως γενικών και «ανώδυνων» αρχών και κατευθύνσεων, υπό μορφή περιγράμματος, με άμεσο μεν αντίκτυπο δημοσιότητας, ως προς τις προθέσεις των εχόντων την πολιτική πρωτοβουλία –άλλωστε η εφαρμογή είναι σαφώς εκτός του πολιτικού τους χρόνου- και δίχως εμφανή επιχειρησιακό αντίκτυπο. Με μετέωρο πρακτικό αποτέλεσμα και ασταθές θεσμικό πλαίσιο, που να διασφαλίζει συνέχεια και διαύγεια.

 

Παραπέμποντας σε μία -σχεδιαστική- «Οδύσσεια, χωρίς την «Ιθάκη» της έγκρισης. Με ότι αυτό συνεπάγεται και για την πορεία των επενδυτικών σχεδίων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και την απασχόληση.

 

Και με διέξοδο τη δόμηση βάσει παρεκκλίσεων, εκτός σχεδίου και με εκτεταμένες τάσεις «γκρίζας» και αυθαίρετης δόμησης. Και ενώ οι λαβυρινθώδες διαδικασίες εγκεκριμένων Χωροταξικών Σχεδίων -σε όλες τις κλίμακες, εθνική, περιφερειακή, υπερτοπική, τοπική, εφαρμογής- θυμίζουν ολοένα και περισσότερο τον καταδικασθέντα «Σίσυφο», αρκεί μία κυβερνητική απόφαση, σε καιρούς βολικούς –αποτελεί άλλωστε κοινό πόθο «των πάσης φύσεως οικιστών»-  για να «διατηρηθούν» παράνομες κτιριακές δομές, υφιστάμενες…. ή προς ανέγερση. Αλλά και να αποδοθούν σε καταπατητές, έναντι τιμήματος τα έκνομα προϊόντα. Χωρίς αντιστάσεις.

 

Και η πολιτεία αντί να τις ανατρέψει, εισαγάγει νέες, λαβυρινθώδεις διαδικασίες. Παράλληλα επιχειρεί να προωθήσει θύλακες για επενδυτικά σχεδία, για να παρακάμψει τις ίδιες της τις αδυναμίες. αντί της μεταρρύθμισης του συστήματος την οποία καταχρηστικά επικαλείται. Και παράλληλα –σε πείσμα των δεσμεύσεων της στους εγχώριους και διεθνείς θεσμούς, αυτοκαταργούμενη- «τακτοποιεί» δηλαδή απροκάλυπτα, δίνοντας το πράσινο φως στη νέα αυθαιρεσία- ορατή προβολή της πολιτικής παθογένειας. Θέτοντας, όχι μόνον για τους έχοντες περιορισμένη καλή πίστη, το ζήτημα της χρησιμότητας και κατ’ επέκταση, της αναγκαιότητας των χωρικών ρυθμίσεων.

 

Το σχεδιαστικό έλλειμμα εν μέσω δυσμενούς συγκυρίας, επιτείνει τη χρόνια πολεοδομική κρίση.

 

Στην τρέχουσα συγκυρία, η δραματική επιδείνωση –αν όχι κατάρρευση- του δημόσιου αλλά και ιδιωτικού χώρου, σε κεντρικές περιοχές, άξονες και διαδρόμους της πρωτεύουσας, δεν φαίνεται να αποτελούν περιμετρικά γεγονότα, αλλά εκτεταμένο φαινόμενο του αστικού της ιστού –ορατή έκφραση και αντίκτυπος μιας οξύτατης κρίσης- και προάγγελος (και) ευρύτερων πολεοδομικών ανακατατάξεων:

 

Αστικά κενά, άδειοι επαγγελματικοί χώροι, κτίρια/ μέλαθρα/ οικοδομικά τετράγωνα, κενά ή ημιτελή, με τάσεις γήρανσης του κτιριακού αποθέματος, ραγδαίοι αυξητικοί δείκτες ανεργίας και υποαπασχόλησης, γενικευμένη οικονομική αβεβαιότητα, ανησυχητικά σε έκταση κρούσματα ανέχειας και περιθωριοποίησης, συνθέτουν –όχι μόνον για την πρωτεύουσα και τα κύρια αστικά συγκροτήματα της χώρας- ένα ανησυχητικό κοινωνικό-οικονομκό κλίμα στις πόλεις.

 

Παράλληλα η εμφάνιση νέων φαινομένων μορφής αιθαλομίχλης, λόγω αυξημένης χρήσης καυσόξυλων για θέρμανση, συνιστά μία νέα μορφή περιβαλλοντικού προβλήματος.

 

Εξάλλου εάν η στροφή στις αστικές μετακινήσεις προς τα Μέσα Μαζικών Μεταφορών, αλλά και η χρήση εναλλακτικών μέσων, όπως το ποδήλατο και ο συνεπιβατισμός, είναι πλέον εμφανής, η συνολική κινητικότητα στις πόλεις παρουσιάζει κάμψη. Η τελευταία συνιστά σαφή οπισθοδρόμηση, για τη λειτουργία της πόλης.

 

 

Μπορεί η πολεοδομία να επέμβει, συμβάλλοντας στην ανατροπή μιας πολύπλευρης κρίσης της –όχι μόνον στις ορατές της (αστικές) εκφάνσεις;

 

Η πόλη – ο δομημένος χώρος και το αστικό φαινόμενο γενικότερα- είναι αντανάκλαση και προβολή των οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών, πολιτισμικών και τεχνολογικών δυνάμεων που επικρατούν/κατισχύουν επ’ αυτού.

 

Οι κατάλληλες παρεμβάσεις, πολεοδομικού χαρακτήρα, συμβάλλουν στο (ύψιστο) διακύδευμα του σήμερα: μία κοινωνία που διασφαλίζει τα πρωταρχικά αγαθά στους πολίτες της.

 

Σε βάση όχι μονοσήμαντη –το παλαιό κατέρρευσε- αλλά αλληλοτροφοδοτούμενη. Μπορεί, στην τρέχουσα συγκυρία, ο διάλογος για την πόλη και το μέλλον της –όπως η μορφολογία της, η προστασία του κτιριακού ιστορικού της, οι αστικές καινοτομίες, η διάχυση της Έρευνας & Τεχνολογίας στον ευρύτερο ιστό της, η τέχνη στο δημόσιο χώρο, θεματικές, συχνά ενοχλητικές, από πάντα στην περίμετρο του προβληματισμού και δράσεων της πολιτείας– να περιορίζεται στους κόλπους των ειδικών. Όπως και άλλους που αφορούν στη χρηματοδότηση των αστικών υποδομών, την ανάπτυξη και στις χωροθετήσεις, νευραλγικών επενδυτικών σχεδίων.

Ωστόσο αυτό ουδόλως μειώνει τη σημασία τους, για το μέλλον της μετά-κρίσης Ελληνικής πόλης και της χώρας γενικότερα.

 

Είναι πρόδηλο, ότι η κρίση δεν μπορεί να αποτελέσει άλλοθι για έκπτωση στους στόχους αστικής αειφορίας και περιβαλλοντικής προστασίας. Ούτε ασφαλώς όχημα -και άλλοθι- διευθέτησης των πάσης φύσεως στρεβλώσεων, αντί μίας βιώσιμης επίλυσής τους. Πόσο μάλλον βάση για κερδοσκοπικά εγχειρήματα «εισβολής» στο καθεστώς αιγιαλού, αυξήσεις πυκνότητας –αδικαιολόγητα- και μαζικές μίξεις χρήσεων γης, που μπορούν να προκαλέσουν συγκρούσεις. Αντίθετα θα πρέπει να αποτελέσει κεντρικό άξονα κάθε αναπτυξιακής πολιτικής τομεακής ή συνολικής. Ο ρόλος του στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας αποτελεί επιπρόσθετο λόγο.

 

Η χώρα έχει ανάγκη από ένα Αναπτυξιακό Σχέδιο, που θα ενθυλακώνει τους κρίσιμους συντελεστές διαμόρφωσης των γενικότερων χωρικών και αναπτυξιακών εξελίξεων και θα τους προσανατολίσει σε στόχους βιωσιμότητας Που θα τις προκαταλαμβάνει, ως ενεργό συστατικό και ζωτική του παράμετρο και όχι να τις υφίσταται. Και κατάλληλο θεσμικό υπόστρωμά, και όχι προβολές στο χώρο, μιας χρόνιας πολιτικής παθογένειας και τα  θεσμικά της μορφώματα.

 

Φωτογραφικό υλικό

Προτάσεις Verena

Από την Νέμεσις – Πανελλήνια Ομοσπονδία για το περιβάλλον, τα ζώα, το κυνήγι, εκδόθηκε η ακόλουθη...
Μπορεί να κάνει σήμερα τον ανήξερο ο δήμαρχος Ρόδου Αλέξης Κολιάδης όμως στην συνεδρίαση του...
Χθες ομόφωνα το περιφερειακό συμβούλιο Νοτίου Αιγαίου αποφάσισε και ζητά την μείωση των ελαφιών στη...
Αρχισαν τα...γαλλικά στο νέο δημοτικό συμβούλιο Ρόδου πολύ νωρίτερα απ ότι αναμενόταν!....Σε μια...