Παλιά Χριστούγεννα στην Κάρπαθο - Του Μανώλη Δημελλά

Χριστούγεννα θα πει" χίλιες δουλιές και το χωριό αγύριστο", για τη Καρπαθιά κυρά, που δεν προλάβαινε να κάμει τη λάτρα της και να κυερνήσει το μεγάλο σπίτι, αλλά ούτε και να κόφτει στα κανακαρίστικα μετόχια και τα χτήματα, στον Τσίγκουνα, στον πάνω Αφιάρτη...

Σήμερα με τον υπολογιστή πάντα ανοιχτό και καρφωμένο στο skype, τα αγαπημένα πρόσωπα, που τριγυρνούν στα πέρατα του κόσμου, μοιάζει σαν να μην βγήκαν ποτέ από το σοφά του σπιτιού.

Ειδήσεις και πληροφορίες αλλάζουν αυτόματα χέρια και μυαλά, πηδούν ηπείρους και κάνουν πολλές στροφές, τυλίγουν με τη Καρπάθικη θαλασσινή αύρα όλον το πλανήτη.

Τα Χριστούγεννα στα περασμένα χρόνια, που κατοικούν πια σε λιγοστά κιτρινισμένα βιβλία ίσως και σε κάποιες αδιόρθωτες, ρομαντικές καρδιές, είχαν αληθινό νόημα, ήταν η πρώτη μεγάλη ανάπαυλα μετά το καλοκαίρι. Αυτές οι Άγιες μέρες οδηγούσαν στο κλείσιμο ακόμης μιας ζορισμένης χρονιάς.

Πρώτα ξεκινούσε το μυαλό, έπιανε τις νηστειές, ενώ περίμενε με αγωνία το γράμμα του αγωνιστή μετανάστη.

Ήταν η προσμονή στα γραπτά λόγια, από τα ξενάκια μας, που έδινε τόσο άρωμα και χρώμα, φόρτωνε ελπίδα τον Καρπάθιο, που όπου κι αν ήταν, πάλευε με τα θεριά και κατάφερνε να τα τουμπάρει.

Λίγο πριν τα Χριστούγεννα ξεκινούσαν από το σπίτι, καθάριζαν και στόλιζαν το μεγάλο καρπάθικο με όλα τα καλά του, την τρίτη πιο φανταχτερή φορεσιά του.

Αν υπήρχε πια και καμμιά ονομαστική γιορτή, ένας Γιάννης, ένας Χρήστος ή Μανώλης, ήταν πατέρας , γιός ή έμπαινε σώγαμπρος μέσα στο σπίτι, τότε η σκέψη του γλεντιού που θα γινόταν έδινε μικρά φτερά στους νοικοκυραίους, αλλά και τους γείτονες.

Άνοιγαν αμερικάνικα μπαούλα και ξετρύπωναν τα πιο όμορφα υφαντά, με ολόλευκα χυτά, πολύχρωμα ολομέταξα υφαντά και χρωματιστά χράμια, στόλιζαν τα τραπεζάνια και τις κρεμάστρες του σοφά, του πανωσόφαου και της μουσάντρας. Σιδέρωναν και περνούσαν στο μεγάλο στύλο, στο σύμβολο-στήριγμα όλης της φαμίλιας, την μεταξωτή μαντήλα, αρκετές φορές με τα αρχικά της προγιαγιάς που την κέντησε.

Το σπίτι φορούσε τη πιο καλή, τη γιορτινή του φορεσιά, ήταν σίγουρο, όπως κάθε φορά, το χωριό ξεμυάλιζε τα μάτια των ανθρώπων, που θα παρατούσαν τα μετόχια και τις αγροτικές δουλειές και θα χόρταιναν με το ολόφρεσκο κρασί, που και φέτος, είχαν ανοίξει ακριβώς στις 3 Νοέμβρη τα βαρέλια, στη γιορτή του μεθυστή Άη Γιώργη.

Μετά τη φορεσιά, ξεκινούσαν οι σκέψεις για το γιορτινό τραπέζι. Βλέπεις από τότε όλα γίνονται για την έρημη, αχόρταγη κοιλιά μας.

Από τον Άη Σπυρίδωνα, στις 12 Δεκέμβρη, η νηστεία είχε γίνει πιο σκληρή, αφού οι περισσότεροι βαθιά θρήσκοι χριστιανοί, έκοβαν ακόμα και τα ψάρια.

Οι μέρες μοιάζαν όλο και πιο μικρές και δεν ήταν αιτία το ανύπαρκτο ηλεκτρικό ρεύμα, οι νύχτες ολοένα και μεγάλωναν, το σκοτάδι έσπαγε πάνω στο ισχνό φως από μια λάμπα πετρελαίου.

Όμως μετρούσαν τον χρόνο αντίστροφα για τη γέννηση του Θεανθρώπου, που τότε πίστευαν αληθινά και αυτό έδινε μια εξαιρετική, σπάνια λαμπρότητα στις νύχτες του Δεκέμβρη. Όλοι και όλα είχαν τη δουλειά και το πρόγραμμα τους.

Από τα ζωντάρια ξεκινούσαν οι υπολογισμοί. Οι χοίροι, τα γουρουνάκια που γεννήθηκαν το καλοκαίρι ακολουθούσαν την προγραμμένη, μοιραία πορεία τους για τα πρόχειρα σφαγεία.

Τα μεροτάρια, τα μικρά αρνάκια, ετοιμάζονταν να γίνουν το πιο λαχταριστό Καρπάθικο φρικασέ. Έπειτα από ένα μεγάλο διάστημα οσπρίων και λαχανικών, τα γεμιστά χόντρο, αντέρια του χοίρου ήταν το καλύτερο, το πιο ξεχωριστό πιάτο των Χριστουγέννων. Στην γειτονική μας Αλβανία κάνουν μια διαφορετική παραλλαγή, αυτής της συνταγής. Εκεί τα χειροποίητα λουκάνικα είναι παραγεμισμένα ρύζι, κομμάτια χοιρινό κρέας και μπόλικα μυρωδικά, Αυτή η αλμυρή λιχουδια έχει το όνομα caltabosi.

Εκείνα τα χρόνια στο νησί δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε φυσικά ψυγείο, έτσι ο υπόλοιπος σφαμένος χοίρος γινόταν μικρά κομμάτια και έμπαινε στην αλάρμη. Μπόλικο θαλασσινό αλάτι σκέπαζε το κρέας και το συντηρούσε για μήνες. Μια άλλη λύση ήταν να κάμουν το κρέας καβρουμά που λένε στην Όλυμπο ή το γνωστό κυληστό στον νότο, να το καβουρδίσουν μέσα στη κατσαρόλα και να το κλείσουν σε πιθάρια μέσα στο λίπος του.

Αυτά ήταν για τις επόμενες, κανονικές μέρες, που δεν έκρυβαν γλέντια και γιορτές, παρά μονάχα δουλειά και αγωνία για τη σοδειά, στα δύστροπα χωράφια της Καρπάθου που λίγο να τα μολάρεις, θα βγουν στη γύρα, θα σε ψάξουν, για να ξεκινήσεις τα ανεστέμματα.

Τα Χριστούγεννα άδειαζαν για λίγο τα μετόχια και γέμιζαν με κόσμο όλα τα χωριά. Έκοβαν τις αγροτικές δουλειές και με την ευλογία του Θεϊκου μωρού που όλοι περίμεναν, έβρισκαν αφορμές και έπιαναν τα όργανα και τα καθιστά γλέντια.

Τα πρωϊνα γύρω από τα Χριστούγεννα ήταν τα πιο γλυκά και θορυβώδη. Τα παιδιά δεν σταματούσαν να γυρνούν τα σπίτια, να χτυπούν τα τριγωνάκια τους και να τραγουδούν τα κάλαντα.

Τα περισσότερα από αυτά ξυπόλητα, γυρνούσαν μέσα στις λάσπες και τραγουδούσαν δίχως να αγχώνονται για ύπουλους ξενόφερτους κανόνες και παιγνίδια.

"Τα κάλαντα, τα κάλαντα, επροίστην η κοιλιά μου

φέρε μου τη πεντάρα μου να πάω στη βουλιά μου".

Οι φούρνοι έπαιρναν φωτιά και τα φουσκωτά, καμαρωτά ζυμάρια, δεν προλάβαιναν να μπαινοβγαίνουν. Άσε πια τα λαχανοπίτια και τα χριστόψωμα, αν είχαν μαεστρία και τέχνη τα χέρια της μαγείρισσας τότε έπρεπε να παραφυλά τις καυτές "κοπέλες", που ξεφούρνιζε.

Όσο για τα ψιλοκούλουρα ποτέ δεν είναι αρκετά, αυτό το μυστικό είναι γνωστό από τότε, σε κάθε νοικοκυρά.

Όμως ο βασιλιάς όλων τον γλυκών, τα μελομακάρονα, ήταν τακτοποιημένα στις πιατέλες και περίμεναν πρώτα τους μικρούς καλλικάτζαρους, εκείνα τα άγνωστα-γνωστά χεράκια, που δεν άντεχαν από νηστείες και μέσα στη βιασύνη τους σκορπούσαν ψίχουλα από τα αμύγδαλα σε όλο τον κόσμο. Καρύδια δεν υπήρχαν και τα χρήματα δεν περίσσευαν για τέτοιες αγορές. Μάλιστα σε πολλά σπίτια η νοικοκυρά κλείδωνε στο ντουλάπι τα μελομακάρονα, γιατί αν τα άφηνε ελεύθερα μέχρι τις γιορτές δεν θα είχε απομείνει κανένα.

Όσο για τα σπίτια με τους Μανωλήδες και τους Χρήστους, εκεί πια δεν έπεφτε καρφίτσα. Τα όργανα, οι λύρες και τα λαούτα, είχαν πάρει από νωρίς θέση, ενώ οι καλεσμένοι τραγουδιστές ήταν τριγύρω τους. Οι υπόλοιποι έστεκαν λιγάκι πιο πίσω και οι γυναίκες με τα παιδιά ανέβαιναν πάνω στους σοφάδες. Από τον ένα εορταζόμενο στον άλλον, που να φτάσει μια νύχτα για το γλέντι, ακόμη και αν είναι η μεγαλύτερη του χρόνου.

Τίποτε το ξενόφερτο δεν είχε η πιο σπουδαία γιορτή του χειμώνα, ακόμη και ο Θεός έμοιαζε να βγήκε μέσα από τα σπλάχνα της Καρπάθου.

Όσο για τα έθιμα που σήμερα μπήκαν και ρίζωσαν μέσα στα σπίτια και της καρδιές μας, ούτε κουβέντα. Λαχταριστά αναψυκτικά, τάρανδοι που σέρνουν χριστουγενιάτικα λαμπάκια και δέντρα στολισμένα δεν υπήρχαν. Μόνο μερικά σκιάχτρα συναντούσες στις Καρπάθικες αυλές, από κείνα που τα πιτσιρίκια έντυναν με στράτσα παλιόρουχα και τα καμάρωναν σαν αληθινούς φίλους.

Τα παλιά Χριστούγεννα στη Κάρπαθο ήταν μοναδικά.

Οι νησιώτες άντεχαν τα δύσκολα, αφού έκαμαν συμμάχους όλα τα στοιχεία της φύσης. Το σπουδαιότερο ήταν ότι πίστευαν στο πνεύμα των γιορτών, που δεν ήταν άλλο από την παθιασμένη, διαρκή αγωνία του προκομένου Καρπάθιου, για να ζήσει και να προχωρήσει μπροστά, να στρώσει ένα καλύτερο μέλλον και το σπουδαιότερο, να τα κάμει όλα με τα δικά του χέρια. Manolis Dimellas

Φωτογραφικό υλικό

Προτάσεις Verena

Από την Νέμεσις – Πανελλήνια Ομοσπονδία για το περιβάλλον, τα ζώα, το κυνήγι, εκδόθηκε η ακόλουθη...
Μπορεί να κάνει σήμερα τον ανήξερο ο δήμαρχος Ρόδου Αλέξης Κολιάδης όμως στην συνεδρίαση του...
Χθες ομόφωνα το περιφερειακό συμβούλιο Νοτίου Αιγαίου αποφάσισε και ζητά την μείωση των ελαφιών στη...
Αρχισαν τα...γαλλικά στο νέο δημοτικό συμβούλιο Ρόδου πολύ νωρίτερα απ ότι αναμενόταν!....Σε μια...