Ο Αλέκος κι Αρετούσα του, γράφει ο Μανώλης Δημελλάς

Με το μαντρακά στο χέρι και τις μύγες να διαδηλώνουν φωναχτά και με χοντρές δαγκαματιές την πείνα τους, μέσα στο λιοπύρι, μονολογεί.

Στέκει πια μακριά απ’ τα φουρνέλα, εκείνους τους δυναμίτες που σκίζουν σα χαλβά την πέτρα, τη χωρίζουν και την κάνουν να πονά τόσο δυνατά που εκείνη παραμιλά κι ακούγεται πιο πέρα κι από την εποχή τους.

Ο Αλέξης έχει μνήμες καμωμένες πάνω στο καλέμι, τις ώρες που το πιο βαρύ σφυρί κοπανούσε και κοκκίνιζε το σίδερο.

Εκείνος ο μαντρακάς έφερνε το καθημερινό γλυκό ψωμί κι ήταν πληρωμένο με ιδρώτα, ήταν ψωμί από αυτά που δεν μπαγιατεύουν, δεν χαλούν.

Έμαθε σε όλα να βλέπει τη ψυχή, να ξεχωρίζει το δάκρυ σε κείνο που δεν αναπνέει αλλά μπορεί και θέλει να αγαπηθεί.

Σε έναν Ξερόκαμπο, το Μαρταπρίλη του 1938, τότε θα τον φέρει η μάνα του στον κόσμο. Επτά αδέλφια, ζώα, οργώματα, γέλια μα κι αγκαλιές μέσα στις πιο δύσκολες κι αδιόρθωτες λύπες.

Όλοι μαζί ξυπόλητοι, με 3 δάχτυλα χοντρή πέτσα στο πέλμα του ποδιού, έμαθαν να ισορροπούν πάνω στις ακάθες.

Σχολειό είχε τα πρώτα χρόνια, τα μικρά και μονάχα για τέσσερις χειμώνες. Το βουνό, τα ζωντάρια, όλα ήθελαν φροντίδα για να σταθούν και να γεμίσουν το αδειανό πήλινο πιάτο.

Πέρασαν τα πρώτα δίχως μεγάλες μνήμες. Καθως έρχεται μπροστά, θυμάται το μάτωμα σε κάθε του βήμα, μονάχος μα δεν ησυχάζει στις παλιές φωνές που τσιμπολογούν και σιγοτρώγουν το παρόν, ούτε και χαρίζει ένα φευγαλέο όνειρο για μια ξεχασμένη αλήθεια. Όμως για μια τόσο δα μικρή στιγμή ειρήνης, είναι που συνεχίζει να παλεύει.

Λάστιχα αυτοκινήτου για παπούτσια, πετρομάχια, τόσο που γεμίζαν πληγές τα δάχτυλα που είχαν διδαχτεί να προσκυνούν λέφτερα στο ήλιο. Έπειτα ήρθε και το πρώτο γκρί κουστούμι, αγορασμένο από του Ρετσίνα, ήταν το δώρο του πατέρα στα είκοσι χρόνια του Αλέξη. Μαζί και ένα εισιτήριο για την Αθήνα, από κοντά και η ανέχεια, που είχε φωλιάσει στην πιο ψηλή κορφή, κουνούσε χέρια-πόδια, κάνοντας αν είναι δυνατόν, πιο ερωτική τη φτώχεια.

Στο Μαραθώνα πέφτει επάνω στις μεγάλες του αγάπες. Εκείνες που θα τον συντροφεύουν στην υπόλοιπη διαδρομή του μέχρι και σήμερα.

Άλλος ο κόσμος στην Αθήνα, κρύβει και κρύβεται, φοβάται ακόμη και τη χαρά του, μοιράζεται μια σκέψη, μα δεν αφήνεται λέφτερος τη στιγμή που θέλει να αγκαλιάσει.

Εργάτης στην εξόριξη μαρμάρου, στον Μαραθώνα, βρίσκει ρόλο μέσα στα άψυχα αγκωνάρια.

Ό,τι τραβάμε πιο πολύ, αυτό δείχνει και πλάθει τον χαρακτήρα, έτσι κι ο Αλέξης, σα να παντρεύεται την πέτρα, κυλά πεντελιώτικη μαρμαρόσκονη στο αίμα και δίνει το τέμπο σε όλο τον εσωτερικό του κόσμο.

Είναι ζωντανά εκείνα τα χρόνια, στα άλογα μετρούν τα νιάτα και τα χρόνια των αγώνων. Έτσι για τον Αλέκο, εκείνες οι στιγμές, ακούγονται σα τις φουριόζες οπλές που σκίζουν τον άνεμο.

Έτυχε πάνω σε άλλες εποχές, κρυφές μα πολύ πιο έντιμες.

Είναι παράδοξο, μα τότε όλα μπορούσαν να γίνουν, όμως μονάχα μέσα στο μυαλό, εκεί, στις ψηλές στροφές της σκέψης, τα μάτια έβλεπαν κι άγγιζαν το όνειρο, ίσα με κεί ήταν η δράση τους.

Σμιλεύει ένα σταυρό, μια φτωχή πέτρα που ο Αλέξης της δίνει μάτια με τα χέρια του, χοντροδουλειά θα πεις, μα αχνοφαίνεται, εκεί ψηλά-ψηλά στο κέντρο του μαρμάρου, η ανάσα από το φούσκωμα στο στήθος του.

Ζωντάνεψε το άμορφο, πάλεψε την ξεχασμένη μάζα του μαρμάρου.

Ταυτόχρονα δε σταματά να μονολογεί:

             “ τα μάτια τάχουν να θωρούν,

μα κάνουν κι άλλη χρήση

μιλούν εκεί που δεν μπορεί

το στόμα να μιλήσει”.

Συχνά τραγουδά μοναχός του, στην ντοπιολαλιά τον νιώθει, τον καταλαβαίνει ακόμη και η πέτρα, που είναι μαζεμένη από το δικό του χωράφι.

Παραπονιέται για τη μοναξιά, για τη γυναίκα που έφυγε νωρίς, για τα παιδιά, που όσο ήταν στο σχολείο, εκείνος έτρεχε κόντρα στο χρόνο, μα τώρα που έφυγαν όλοι από γύρω σα να άλλαξε η ώρα, κόπηκε στο μισό η εποχή και ο ένας δείκτης του ρολογιού πάει, μια νύχτα πέταξε, έτρεχε, μετρούσε δευτερόλεπτα, αντί να γράφει ώρες.

Το μάρμαρο, η πέτρα έχει ψυχή, λένε πως έχει συμφωνία με το χρόνο, αναπνέει, μεγαλώνει, βγάζει καημό στο πρώτο το νερό της.

Έφτανε ένα κοίταγμα του και εκείνος γνώριζε που πονά, το χαίδευε και ήξερε που θα κόψει για να κάνει ανώδυνο το χωρισμό, το σχίσιμο του όγκου.

Γλεντούσε τα βράδια του στα καφενεία, έπαιζε λύρα και τραγουδούσε για τον έρωτα που τότε ακόμη δεν τον είχε βρει, ακόμη δεν είχε βρεθεί με μια γυναίκα αράχνη να τον δέσει πάνω στον ιστό της.

Η καρδιά του μαρμάρου συνέχιζε να τον συντροφεύει και να συγκινεί την δικιά του. Αργότερα ακόμη και μετά το γάμο και τα παιδιά, ποτέ δεν σταμάτησε να χτυπά στο ρυθμό της πέτρας.

Στο βουνό η δουλειά ξεκινούσε από το ψάξιμο για τον κρυμμένο όγκο.

Τότε πρέπει να βλέπεις κάτω από τα δέντρα, μέσα από το χώμα, πίσω από τα χρώματα, έξω από το φως και το παραμύθι που πλέκει.

Με το μυαλό λοιπόν άλλαζε την εικόνα, κάπως σα ναναι μια ζωγραφιά, έπρεπε να τραβήξει και να και σκίσει τον πραγματικό, τον ήδη στημένο χωροχρόνο.

Έπειτα με αληθινή βία να ξεριζωθεί το μάρμαρο, να σκιστεί η πέτρα, να γίνουν πολλές αναβαθμίδες, σκαλοπάτια πάνω στο βουνό, σα να οδηγούν με καρφωτά βήματα, ευθεία στη σκέψη και το σπίτι των Θεών.

Ανοίγουν τρύπες πάνω στην πέτρα και δένουν χοντρά συρματόσχοινα, έπειτα τραβούν έξω το πονεμένο μάρμαρο που νωρίτερα είχε καταπιεί φουρνέλα.

Η ιστορία μοιάζει με μια αποξύση ζωντανού παιδιού από την πιο σπουδαία μάνα, τη γη.

Με ένα χοντρό μολύβι στο αυτί, σωρός ακαταλαβίστικα γράμματα πάνω στις πέτρες, είναι οι πρόχειροι υπολογιστές των λατόμων που σβήνουν με την πρώτη στάλα χρόνου.

Το κάθε κυβικό φτάνει τους τρεις τόνους, προσοχή, σταματάμε στα 8 κυβικά.

Μα τι μπέρδεμα κι αυτό, τόσο να κόβουμε όσο να τα χωρά το κάρο ή το σάπιο φορτηγό.

Αυτό άραγε να είναι το φιλέτο του μαρμάρου; ή μήπως εκείνο στέκει ακόμη πιο βαθιά μέσα στο χώμα και περιμένει, σαν νάναι μια άλλη γέννηση, το δεύτερο ή μήπως τρίτο, σίγουρα θάναι το τέταρτο πέτρινο παιδί της γης!

Κάπου προς το τέλος, εκεί θα γράφεται το μέλλον, πάνω στους ασπαχνούς, στις σφάκες, μέσα στο κυνηγητό, εκεί που οι πιο άγριες μέλισσες χτίζουν μικρά σπιτάκια, τους μοναχικούς πιδιακούς, μικρά κελιά που τα γεμίζουν σκούρο μέλι.

Αντικατοπτρισμός, τα σύμφωνα και πάλι σπάνε πέτρες. Είναι στο βάθος του μυαλού, εκεί που βγάζει μάτια το συναίσθημα, εκεί είναι ο τόπος που θα θέλαμε να σβήσουμε, μια για πάντα.

Κοιτά προς τον ορίζοντα, στοχάζεται τις λέξεις, δεν ήταν μοναχά το μάρμαρο, όχι, δεν ήταν η πέτρα που πήρε και έχτισε το μυαλό του.

Ο Αλέξης έμαθε από μικρός να τραγουδά, όχι πολλά τραγούδια, μοναχά έναν σκοπό, ερωτεύτηκε ένα ποίημα από τα παιδικά του χρόνια!

Ήταν κάποτε ένας τεχνίτης, ο Σταύρος Ματσάγκος, έβαζε στοίχημα στον πιτσιρίκο Αλέξη, που ακόμη ξυράφι δεν έπιανε για το τρυφερό του μάγουλο, να διαβάζει και μετά να μάθει απέξω την ιστορία της Αρετούσας!

Θυμόταν πια και μπορούσε να απαγγέλνει φωναχτά ολόκληρο το ποίημα. Τους 10.052 στίχους, που έγραψε ο Κορνάρος ζωντάνευαν στα χείλια του! Μα δεν παθαίνει ο ποιητής που έγραψε τέτοιες λέξεις, εκείνος έσκαψε και έκαμε μια ρωγμή μέσα στο χρόνο!

Όσο μεγαλώνει τόσο καρφώνει τα λόγια του Κορνάρου στο μυαλό του κι εκείνα γίνονται σκληρά, μοιάζουν με το ζωντανό μάρμαρο, είναι η δικιά του πέτρινη, αναπνέουσα μνήμη.

Στην Εύβοια, κάπου έξω από το Αλιβέρι, τρέχουν σα το νερό είκοσι χρόνια.

Εκείνες οι εποχές του Αλέξη δεν στέκονται παρά μονάχα στη θύμηση μιας ξεχασμένης θλίψης. Τόπος σκληρός, που έβρεχε φωτιά κι από πάνω πέτρες, κάθε φορά που εκείνος άναβε το φυτίλι του δυναμίτη, ήταν το μεροκάματο που σκλήρυνε τα χέρια.

Ήρθε και η επιστροφή στο νησί, “ο γεννηθείς τη φυλακή τη φυλακή λογάται”, αυτός ο τόπος μπορεί να μεταμορφώσει την πιο μικρή, την πιο ασήμαντη στιγμή να την κάνει αιώνια!

Στα δικά του χώματα πλέκει σωρό από τσιγάρα, τότε ακόμη πήγαινε τον καπνό κάτω, μέσα στα τρίσβαθα πνεμόνια και κάπως έτσι κατάπινε όλες τις αναμνήσεις.

Στα ξαφνικά η σύντροφος του αλλάζει κατοικία, κατεβαίνει πιο κάτω, στα σιωπηλά του Άδη, τον αφήνει μοναχό να ζει με το τραγούδι, με εκείνο το γλέντι που δεν πρόλαβε να κάμει.

Έρχεται και θυμάται ακόμη και το ρόλο, εκείνο το μικρό ρολάκι, που είχε.

στην επική παραγωγή “ο λέοντας της Σπάρτης” το 1960. Τότε έπαιξε κομπάρσος έναν στρατιώτη που κουβαλούσε τα χρυσά φλουριά, εκείνα τα βαριά βαμένα δίφραγκα που έδωσαν στον προδότη Εφιάλτη για να κάμει τη πιο βρώμικη δουλειά.

Ένα πέρασμα έκαμε στην αμερικάνικη ταινία, ένας μουγγός, αδιάφορος ρόλος, μα τον ακολουθεί στα φανερά όνειρα, εκείνα που γίνονται με ανοιχτά τα μάτια, όταν κοιτούν τον ουρανό και βλέπουν φουρτουνιασμένο πέλαγο και εμάς μουσκεμένους καπεταναίους να κουμαντάρουμε πάνω στη γέφυρα.

Στο γύρισμα πάνω της ζωής, τι απομένει περισσότερο από το μικρό; εκείνο το λίγο, που είναι το πιο σημαντικό, όταν στερεύει και το πάθος;

Αναρωτιέται ακόμη, πως γίνεται ο μαντρακάς και το καλέμι να κάνουν την καρδιά του να ραγίζει.

Ο θόρυβος από το πελέκημα της πέτρας περνά πιο ψηλά κι από τον αέρα, φτάνει στο χωριό έτσι κάνει φωνή τη μοναξιά του.

Δύσκολα παγώνεις τη στιγμή, μα είναι φορές που θέλεις να τρέξει περισσότερο, να πιάσει το τελευταίο της όριο, την άκρη της.

Το μάρμαρο, η ζωντανή πέτρα στέκει και κάνει αγάλματα μέσα στο μυαλό του, αγάλματα όλων των στιγμών που έγιναν στα κρυφά δικές του, όπως τα θεριά που χαιδέψαμε κι αναθρέψαμε όλοι μας μέσα στο μυαλό.

Στο τραγούδι του Ερωτόκριτου, στην Αρετούσα σβήνει ξανά, ακόμη μια φορά, τον μοιραίο ανθρώπινο πόνο, εκείνον που τον συνόδεψε μέχρι σήμερα.

Και πάλι γράφει με τα λόγια: “αχ, ας ήξερα εγγλέζικα, κι ας είχα ένα μάτι…”.

Είναι η μοίρα μας, να κάνουμε κύκλους μέσα στην ανθρώπινη αδυναμία, που δεν είναι άλλη από την ανάγκη για επαφή, για νοιάξιμο και μοίρασμα, φτάνει μια αγκαλιά κι ένα τραγούδι.

Σαν τις δυο σπασμένες καμπάνες, εκείνες που κοιμούνται στην αυλή του, έτσι ετούτος ο διαφορετικός Αλέξης που έχει για συντροφιά την Αρετούσα του.

Κι εκείνες μοιάζουν με δυο σπασμένα μουγγά σίδερα, από χρόνια στέκουν σιωπηλές, όμως πότε- πότε τραγουδούν έναν άηχο σκοπό, σα νάναι του αέρα τα πονηρά καμώματα, ίδια κι απαράλλαχτα με τους ανθρώπους, που σα γερνούν χάνονται, πνίγονται από τις αβάσταχτες μνήμες και τα χρόνια.

Φωτογραφικό υλικό

Προτάσεις Verena

Αγαπητοί φίλοι, Ο κ. Χατζημάρκος με την παρακάτω επονομασθείσα «διακήρυξη» του μας προκαλεί...
Μπορεί να κάνει σήμερα τον ανήξερο ο δήμαρχος Ρόδου Αλέξης Κολιάδης όμως στην συνεδρίαση του...
Χθες ομόφωνα το περιφερειακό συμβούλιο Νοτίου Αιγαίου αποφάσισε και ζητά την μείωση των ελαφιών στη...
Αρχισαν τα...γαλλικά στο νέο δημοτικό συμβούλιο Ρόδου πολύ νωρίτερα απ ότι αναμενόταν!....Σε μια...