Η Μεσαιωνική Πόλη ως Αστικό Παίγνιο (Urban Game)… με στόχο το αμοιβαίο όφελος - Γράφει ο Αγαπητός Ξάνθης, αρχιτέκτονας

Αγαπητός Ξάνθης, αρχιτέκτονας
-Η Μεσαιωνική Πόλη ως Αστικό Παίγνιο (Urban Game)…
με στόχο το αμοιβαίο όφελος
(Η περίπτωση του υπό κατασκευή κρίσιμου διώροφου κτηρίου)

Το κρίσιμο κτήριο στην Μεσαιωνική Πόλη δεν μπόρεσε να ξεφύγει απαρατήρητο από την κοινωνική κριτική (και μπράβο του)  γιατί κρύβει όλες τις αντιπαραθετικές προσεγγίσεις της σύγχρονης τοπικής κοινωνίας. Μέσα στην καρδιά της ιστορικότητας της Ρόδου, δηλώνει παρόν στα διλήμματα που βασανίζουν επιστήμονες, αρχιτέκτονες, κοινωνιολόγους, κατοίκους, επιχειρηματίες, διαμορφωτές πολιτιστικών γραμμών και την Τ.Α. Έχει αποκτήσει ένα χαρακτηριστικό, το στοιχείο της κοινότητας, το «δικό μας κτήριο» (χωρίς βέβαια να είναι). Είναι πολύ ενδιαφέρον για μια κοινωνία «οριζόντιας σκέψης» να βρίσκει αφορμές για την αιτούμενη «Στροφή».   
Εκφράζει ένα ανοιχτό αστικό παίγνιο (urban game) που υπακούει σε πολύπλοκες σχέσεις, οικονομικές, κοινωνικές, περιβαλλοντικές και πολιτιστικές (Χαστάογλου). Είναι ένα Παίγνιο που έχει ρόλους παικτών, συνθήκες συνεννόησης, όρους διαπραγμάτευσης, κανόνες Λόγου. Γιατί κάθε κτήριο μπορεί να είναι ένας δημόσιος Λόγος που επιδέχεται διαπραγμάτευση για αμοιβαίο όφελος (win/win) όλων των εμπλεκομένων ή μηδενικό άθροισμα (zero sum) απόδοσης προς την ισχυρότερη πλευρά.    
Έτσι διπολικά διλήμματα που αναφύονται από αυτό το Παίγνιο μπορούν να στοιχειοθετηθούν :    
Νέο ή παλαιό ?
Προστασία ή καινοτομία ?
Συντήρηση ή εμπορικότητα ?
Η αρχιτεκτονική για την φαντασία ή αρχιτεκτονική για την κοινωνία ?
Μνημείο για μνήμες ή μνημείο για προσαρμογή ?
Μεγέθυνση ή ανάπτυξη ?  
Είναι από μόνα τους ερωτήματα που βασανίζουν, προκαλούν, συγκινούν και εγείρουν την κοινωνία να συμμετάσχει σε ένα καθαρό Λόγο με αντεγκλήσεις, δυσφορίες, ισχυρισμούς αλλά και ποιότητα σκέψης, αναμόχλευσης στάσεων, πορείας της αστικότητας μας με την μορφή του πολιτιστικού αποτυπώματος της γενεάς μας για το αύριο. Είναι γνωστό ότι οι διαμάχες για το παρελθόν είναι σε μεγάλο βαθμό διαμάχες για το μέλλον.
Ο μεσαιωνικός χώρος όπως και καταγράφεται σήμερα έρχεται από το 408 π.χ με το ιπποδάμειο σύστημα για να περάσει στη βυζαντινή εποχή, στην ιπποτική πόλη, στην τουρκική περίοδο, στην ιταλική κατοχή για να «ξεκουραστεί» στα ελληνικά χέρια από το 1947. Μια διαδρομή ταλαντώσεων, αλλαγών χρήσεων, μνημών και πολιτισμού για να εισρεύσει κρυφίως αρχικά αλλά έντονα και επιθετικά μετέπειτα η αλλοτρίωση από την κερδοσκοπία του μνημείου (?). Δεν μπορώ να μην καταγράψω τις  ανισοβαρείς ευθύνες όλων μας στην σημερινή κατάσταση, παρά τις φωτεινές εξαιρέσεις που απέδωσαν στο χώρο την διάκριση στο κατάλογο των μνημείων της παγκόσμιας πολιτικής κληρονομίας της UNESCO (1988).
Ο χώρος γίνεται από πράγματα και από τις σχέσεις ανάμεσα τους, την ώρα που παράγονται ή χρησιμοποιούνται από τον άνθρωπο. Αυτό το χώρο σήμερα το έχουμε βασανίσει από τα δικά μας πράγματα  προσβλέποντας στην ατομικότητα της δράσης και μένοντας στάσιμοι χωρίς πολεοδομικό σχέδιο (παραμένει στα ντουλάπια των αρμοδίων Υπουργείων) που ίσως υποβοηθούσε για την επίκληση της αλλαγής ρότας της τύχης της Μ.Π. προς το κοινό συμφέρον, προς το αμοιβαίο όφελος, προς την βιώσιμη πόλη.     
Είμαστε αναγκασμένοι να τηρούμε ατομικές προσπάθειες γιατί το συλλογικό, το αθροιστικό δεν επιτυγχάνει από αιτίες προσωποπαγών πολιτικών.
Και σε αυτό το πλαίσιο η αρχιτεκτονική στριμώχνεται από τις απαιτήσεις των καιρών, της πολιτικής οικονομίας, της καθοδήγησης.    
Η αρχιτεκτονική  της Αναγκαιότητας αν και είναι αναγκαία, δεν είναι ωστόσο και ικανή για την Στροφή, τουλάχιστον για τα άτομα που πιστεύουν και παλεύουν για την μεγάλη Στροφή  στη ζωή τους.  
Η αρχιτεκτονική της Ελευθερίας  και η αρχιτεκτονική της Αναγκαιότητας είναι ένα από τα διλήμματα που μπορεί να προστεθεί στα προηγούμενα . Η πρώτη σε ταξιδεύει στη συγκίνηση και στο συναίσθημα ικανοποιώντας την δημιουργική φαντασία, την παρεκκλίνουσα σκέψη μέσα από τα χωροποιήματα της, του χώρους Ελευθερίας που δημιουργεί η Χωρο-Ποιητική νότα. Η δεύτερη προσαρμόζει το νου ακολουθώντας την εκτίμηση της φουνξιοναλισμού, ικανοποιώντας «βασικές ανάγκες» της λειτουργίας και της μορφής. Και οι δύο αρχιτεκτονικές ενέχουν το ερώτα ανάλογα τη δόση που παραθέτει ο δημιουργός (Παπαδολαμπάκης).  
Ο χώρος στην αρχιτεκτονική του έρωτα εμφανίζεται σαν ένα ποίημα που δεν κρύβει θυμική κατάσταση και διαθέτει αξίες που εξωτερικεύονται σε απέραντη έκταση (Bache lard). Γιατί ο έρωτας δεν έχει κανόνες και «πρέπει», έχει όμως ανθρωπιστική επαφή, εξωστρέφεια, παράδοση ψυχής. Είναι κρίμα αυτή η ψυχή να αναμιγνύεται με το κέρδος, την εμπορευματοποίηση, την απομείωση.           
Η εμπορευματοποίηση της «καθημερινότητας» οδηγεί την αρχιτεκτονική σε κακή ποιότητας εκφράσεις με πρόδηλο το μέλλον του χώρου σε χρήση κοινοτυπίας όπου ο μαζικά προϊόντα καταλαμβάνουν το κάθε τι προσωπικό ως μια μορφή εκπόρνευσης του τόπου παραγωγής (Benjamin).    
Τα ιστορικά κέντρα μετατρέπονται, ακολουθώντας το συρμό της οικονομίστικης μετάλλαξης, σε εμπορικά κέντρα με την πορνηκότητα της όρασης, όπου η αγάπη της πόλης και το χώρου ακυρώνεται μέσα από την κερδοσκοπία καταστρέφοντας «το συμβιώνειν» για χάρη της «ψυχής του εμπορεύματος» των αγορών και της πώλησης της ιστορικότητας (Ροζάνης). Ο μνημειακός  χώρος οφείλει  να γεμίζει  πολιτισμό την σύγχρονη ελληνική ταυτότητα εφόσον βέβαια διευκρινίσουμε τι θα περιέχει και τι θα αποκλείει. Αυτή τη φωτεινότητα άλλοι την προσδιορίζουν με τον ρεαλισμό της στεγανότητας και άλλοι με την παρεμβατικότητα της ασύμμετρης διείσδυσης.          
Ο χώρος που μπορεί να κεντήσει το ιδεόγραμμα της ζωής είναι ο χώρος που διαθέτει προεκτάσεις και αντιστοιχίες μέσα μας έτσι ώστε να συγκεντρώνεται στην καθαρότητα της ψυχής που προϋποθέτει για να γίνει κατανοητός (Ελύτης).
Όμως το άτομο γίνεται μοχλός οικονομίας, εσωστρεφείας και τα έργα του αποδίδουν τον προσωπικό ωφελιμισμό.
Το άτομο γίνεται απλό γρανάζι σε μια τεράστια οργάνωση πραγμάτων και δυνάμεων η οποία αποσπά  από τα χέρια του κάθε πρόοδο, πνευματικότητα και αξία για να τις μετασχηματίσει από την υποκειμενική τους μορφή στη μορφή μιας καθαρά αντικειμενικής ύπαρξης στα πλαίσια της ποιοτικής μοναδικότητας, παρά την «καθολική ανθρώπινη ύπαρξη» του χθες (Simmel).
Η πόλη αυτού του ατόμου είναι ένα εργαλείο εργασίας, είναι ένας οργανισμός, με κανόνες, όρους και νόμους (Le Corbusier). Η αρχιτεκτονικός σχεδιασμός αυτής της πόλης στηρίζεται στον χειρισμό στοιχείων (σημείο, γραμμή, επίπεδο, όγκος) χαρακτηριστικών της μορφής, σχέσεων μορφής και όγκου, οργανωτικών διατάξεων, αναλογιών και οργανωτικών αρχών, που αλληλοσυνδέονται ώστε να διαμορφώσουν τα αρχιτεκτονικά αντικείμενα και αποδίδουν την τελική «γλώσσα»  του χώρου (Κομνηνός). Και όταν ό χώρος αυτός ενέχει ιστορία οφείλουμε να είμαστε παράλληλα ιστορικοί για να έχουμε μια γλώσσα πολιτισμού, κουλτούρας, κοινής απόδοσης και συνειδησιακής παραδοχής.       
Η αρχιτεκτονική ως τέχνη και τεχνική χρειάζεται προσανατολισμό με αστικό πρόσημο γιατί το μέλλον του «ανθρώπου» δεν εντοπίζεται ούτε μέσα στον κόσμο, ούτε στον λαό, ούτε στην παραγωγή, αλλά στην κοινωνία πόλης. Όταν η κοινωνία πόλης αντιδρά οφείλουμε να επανασχεδιάσουμε το αποτέλεσμα.
Αλλά, τι είναι αρχιτεκτονική; Είναι τέχνη; Είναι κοινωνική επιστήμη; Ή και τα δύο;
Είναι σίγουρα μια κοινωνική πρακτική που βρίσκεται μαζί με άλλες (π.χ ιατρική) μέσα στο σύνολο της πρακτικής που στηρίζει και που στηρίζεται από τη σύγχρονη κοινωνία (τον τρόπο παραγωγής), σχέση που πρέπει να προσεχθεί (Lefebvre).
Το πέρασμα της κοινωνίας σε έναν άλλο τύπο οργάνωσης και κατανάλωσης δεν        αφήνει ανεπηρέαστες προφανώς και τις ίδιες τις κοινωνικές επιστήμες. Εξ αυτό συνάγεται ή άνθηση του στρουκτουραλισμού, ειδική έκφραση της προσαρμογής και της τεχνοκρατοποίησης της σκέψης με κατάληξη ο άνθρωπος να μετατρέπεται πλέον σε πράγμα, αντικείμενο ισχύος σε ένα ανεξέλεγκτο ρυθμό ανάπτυξης που παρασύρει αρνητικά  την αρχιτεκτονική του έρωτα, την αρχιτεκτονική της ελευθερίας. Το κτίσματα, τα πράγματα  της αρχιτεκτονικής καταντούν να μην αποδίδουν την δημόσια συνιστώσα αλλά την ετερότητα της επικοινωνίας, της αυτοπροβολής, της εσωστρέφειας, του δικού μου κόσμου.
Η τύχη του άνθρωπου ο οποίος διάγει μια ζωή στριμωγμένη από την τεχνολογική πρόοδο και την καπιταλιστική ανάπτυξη σε φάσεις διαρκούς κτίσης και αβεβαιότητας επιζητάει μια νέα αισθητική: η Τέχνη είναι αληθινή πραγματικότητα η μόνη αντίθεση στην αρνητική πραγματικότητα, ο μόνος θετικός και μη βίαιος ανταγωνισμός στην κοινωνική πραγμαποίηση και το έργο τέχνης είναι η μόνη εγγύηση μιας κοινωνικής μετατροπής στο βαθμό που είναι το Άλλο και όχι το αρνητικό (Φιοραβάντες).
Αυτή τη Τέχνη οφείλουμε να υπηρετούμε με κοινωνική αποδοχή, με κοινωνικό κάλεσμα, με κοινωνική έγερση από την στατικότητα της σκέψης.     
Το «ιδεολογικό τσιμέντο» σύμφωνα με το Γκράμσι που έχει δομηθεί  μέσα από το συνονθύλευμα της εμπορικότητας και του οριζόντιου πολιτισμού οφείλει να σπάσει και να ακολουθήσει μια αναζήτηση προς μια κατεύθυνση καλλιτεχνικής συνείδησης με κοινωνική συμμετοχή  ενός βιωμένου κόσμου με ποιοτικά χαρακτηριστικά.  
Η πορεία της κοινωνίας και του πολιτισμού  βρίσκονται σε μια κρίσιμη καμπή. Χρειάζεται μια ιστορική διαλεκτική στην ελευθερία της σκέψης  ανατρέποντας την ισοπεδωτική διάθεση της παγκοσμιοποίησης, της εμπορικότητας.    
Η σχέση του ανθρώπου με το χώρο, με το κτίσμα του χώρου είναι μια σχέση που στηρίζεται σε συμβολισμούς, σε βιώματα που γεμίζει από νοήματα και αξίες.  
Στα νοήματα εμπεριέχονται και τα μνημεία που μεταφέρουν ιστορικά περιεχόμενα ενός αξιομνημόνευτου γεγονότος.
Σύμφωνα με το «Χάρτη της Βενετίας» το 1964, το ιστορικό μνημείο μαρτυρεί ένα ιδιαίτερο πολιτισμό.
Στη διεθνή συνάντηση της UNESCO το 1972, η έννοια του μνημείου διευρύνθηκε μεταξύ παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομίας (patrimoine culturel) και παγκόσμιας φυσικής κληρονομιάς.
Έτσι η πολιτιστική κληρονομιά εμπεριέχει πλέον το στίγμα της ανθρώπινης διαδρομής στη διάσταση της αξίας της μνήμης και στην κουλτούρα της κοινωνίας στο τομέα της δημόσιας πολιτικής. Σχετίζεται άμεσα στη διάρκεια και στην αποδοχή των μελλοντικών γενεών.   
Οι συμβάσεις της Γρανάδας (1985),  της Βαλέτας (UNESCO-1972), η έκθεση Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την προστασία της ευρωπαϊκής φυσικής και αρχιτεκτονικής πολιτιστικής κληρονομιάς της υπαίθρου και των νησιωτικών περιοχών [2006/2050(INI)] και πλήθος άλλων σχετικών  βασίζονται στη  αρχή της ολοκληρωμένης προστασίας ή συντήρησης (integrated conservation), όπου η θεώρηση της πολιτιστικής κληρονομίας που ενσωματώνει την  αρχιτεκτονική κληρονομία εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πεδίο χωροταξικού σχεδιασμού με την προστασία συνόλων και κτισμάτων με την ενεργοποίηση και συμμετοχή της Τ.Α και των πολιτών στο εγχείρημα.
Περιλαμβάνει την έννοια  της αρχιτεκτονικής κληρονομίας, ήτοι
1.    Τα μνημεία
2.    τα αρχιτεκτονικά σύνολα
3.    Οι τόποι
Όλα καταλήγουν στην αποδοχή της κοινωνικής παραμέτρου στην καταγραφή της πολιτιστικής κληρονομίας. Πράγματι η κοινωνική συμμετοχή αποτελεί το ύψιστο κομμάτι δράσης για μια βιώσιμη πορεία της ανάπτυξης με σεβασμό στο χώρο και το ευρύτερο περιβάλλον αναφοράς.     
 Το αστικό Παίγνιο (urban game) που αναπτύσσεται σήμερα στην Μ.Π (αναδείχθηκε με ωμότητα με το υπό κατασκευή κτήριο)  έχοντας ένα θεωρητικό υπόβαθρο, ιστορικές αναφορές, εκφάνσεις της συμπεριφοράς, ωφέλειες και απώλειες  μεταξύ λελογισμένων παικτών με την ίδια πληροφόρηση οφείλει να καταλήξει σε αμοιβαίο όφελος. Δεν μπορεί να υπάρξει ήττα του ενός, νίκη του άλλου. Ο αρχιτεκτονικός πολιτισμός δεν το επιτρέπει, οφείλεται να βρεθεί το κάτι άλλο.    
Οφείλουμε να εργαστούμε πάνω σε όχι τραυματικές λέξεις, εξοστρακισμούς, εμμονές και επιμονές, συμψηφισμούς και ισοπεδώσεις,   αναθέματα και συγκρούσεις αλλά σε προτάσεις ουσιαστικής θεραπείας σε συνδυασμό με τις υπάρχουσες μνήμες, την ιστορικότητα του χώρου, την αρχιτεκτονική του έρωτα, την κατασκευή κοινωνικών σημάτων με ορθολογιστική δράση (rational agency).  
Σημάτων με αποδοχή «εύπεπτων» εικόνων, λείων όψεων, συμβόλων για το «εμείς» για την θετικότητα της κοινωνίας Πόλης.
Το αναφερόμενο κτήριο μπορεί  και πρέπει να απομακρυνθεί από τη διπλή οπτική, την διχοτομημένη εικόνα, την αντίθεση του εμπρός και πίσω, του νέου και του παλαιού, του προσαρμοσμένου και του «άλλου», την κατοπτρική  ανάκλασης του φωτός της μιας επικηρυγμένης όψης, της πιθανής δυσαρμονικότητας της ολιστικής απόδοσης του και να ακολουθήσει με ερωτική αρχιτεκτονική τους σεμνούς στίχους του Σεφέρη:
«Η τέχνη είναι το υψηλότερο μέσο που βοηθάει τους ανθρώπους να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο. Τίποτε δεν μας ενώνει καλύτερα από την κοινή καλλιτεχνική συγκίνηση».  
Αυτό (να μου επιτρέψετε) κύρια αγγίζει τους δημιουργούς, κατά δεύτερο το ΚΑΣ…και εμάς συμπληρωματικά που μετέχουμε στην κοινωνία Πόλης…με το δικαίωμα στην Πόλη-έργο τέχνης.   
(Υ.Γ. Στις παρενθέσεις αναφέρονται οι συγγραφείς σχετικών βιβλίων-πηγών)   

Φωτογραφικό υλικό

Προτάσεις Verena

Από την Νέμεσις – Πανελλήνια Ομοσπονδία για το περιβάλλον, τα ζώα, το κυνήγι, εκδόθηκε η ακόλουθη...
Μπορεί να κάνει σήμερα τον ανήξερο ο δήμαρχος Ρόδου Αλέξης Κολιάδης όμως στην συνεδρίαση του...
Χθες ομόφωνα το περιφερειακό συμβούλιο Νοτίου Αιγαίου αποφάσισε και ζητά την μείωση των ελαφιών στη...
Αρχισαν τα...γαλλικά στο νέο δημοτικό συμβούλιο Ρόδου πολύ νωρίτερα απ ότι αναμενόταν!....Σε μια...